Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Μητέρα


Ένα φλιτζάνι πάγoυ ήσουν
Έπλαθες τα χνώτα μου
που γίνονταν δροσιά
κι έπαιρνες τη ζωή βαριά
την ώρα που οι κατήγοροί σου 
κλωτσοτρέχανε γελώντας τη δική τους

Μισές χαρές κι ατόφιες λύπες η σοδειά σου
Γεννούσες στα όνειρα ένα γιο
Τον έστελνες κάθε πρωί στο μέτωπο 
Φτωχό φαντάρο, ασκεπή, με τρύπια άρβυλα
Μ’ ένα ματσάκι φρεσκομαζεμένα χαμομήλια για πιστόλι
Κάθε πρωί τον σκότωναν απ’ την αρχή
Δίκαια δεν ήσουν
άλλωστε οι δίκαιες δεν κάνει να γεννήσουν
Φορτωμένη ήσουν

Κύμα βαρύ
στεγνώνεις στα μισά της αμμουδιάς
Κόκκινη βάρκα
πάνω σε γαλάζια σάρκα
λιώνεις μες στα σταλάγματα ενός ρεγχάζοντα ήλιου
«Αν μεγαλώσεις θα σβηστώ!» μου είχες πει
Εγώ, συγνώμη, το έκανα! 
Εσύ, μήπως μπoρείς, καλή μου, κάτι ν’ αθετήσεις;

(Από την ανέκδοτη συλλογή "Φυλλομέτρηση")