Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Ανησυχία, βαθμού μετρίου


Αναφορικά με την προετοιμασία της χώρας μας απέναντι σε πιθανή επιδημία κορωνοϊού, καλό είναι να τονιστούν κάποιες όψεις (1), όπως προκύπτουν από τους αριθμούς, οι οποίες δεν διασαφηνίζονται επαρκώς.
Τα ζητήματα που θέτει η νέα επιδημία είναι τριών κατηγοριών: ιατρικά, διοικητικά και οικονομικά. Η ιατρική πλευρά της επιδημίας είναι συγκριτικά ελαφρά ως προς το κόστος της σε ζωές και αναπηρίες. Η θνησιμότητα καταγράφεται όντως χαμηλή και ευνοϊκά συγκρίσιμη με αυτή της γρίπης. Αλλά αν επικεντρωθούμε μόνο στη θνησιμότητα, χάνουμε την ουσία. Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο εχθρό δεν είναι ότι είναι «κεραυνοβόλος», αλλά ότι είναι… επιπρόσθετος. Εδώ, όπως και με κάθε ανυπολόγιστο μέχρι πρότινος από την υγειονομική πολιτική νοσογόνο κίνδυνο, το ζήτημα εκτός από τη θνησιμότητα είναι εξίσου και η νοσηρότητα, δηλαδή η χρήση υπηρεσιών υγείας, η ανάγκη νοσηλείας και βεβαίως, η απώλεια παραγωγικότητας.
Ο κορωνοϊός είναι ένας νέος εχθρός, που δεν έχει ενσωματωθεί στο «λογαριασμό» των ιατρικών αναγκών και των οικονομιών, γενικότερα. Αυτό είναι προφανώς λογικό αλλά απέχει πόρρω από την πρόταση «ησυχάστε, μοιάζει να είναι μια άλλη γρίπη». Είναι, αλλά είναι μια επιπρόσθετη γρίπη, για την οποία μάλιστα δεν υπάρχει ούτε εμβόλιο, ούτε αντιικό και πιθανώς και ούτε και κρεβάτια ή γιατροί. 
Όπως φαίνεται, μια κρίση λόγω του ιού, αν επέλθει, κινδυνεύει να επέλθει κυρίως με την εκρηκτικότητα της ανάπτυξης των κρουσμάτων. Αν υπολογίσουμε πως η Ελλάδα διαθέτει περίπου 600 ενεργά κρεβάτια σε ΜΕΘ και αυθαίρετα δεχτούμε ότι η πληρότητά τους είναι στο 50% (δηλαδή ότι θα συνεχίζουν προφανώς να απαιτούνται και για άλλα νοσήματα) μένουμε με 300. Πληρότητα πιθανότατα και υποεκτιμούμενη, αλλά ας δεχτούμε ότι με αυστηρά μέτρα μπορεί και να φτάσει σε αυτά τα επίπεδα. Αν, βάσει των δεδομένων από την Ιταλία, η πιθανότητα νοσηλείας σε ΜΕΘ λόγω του κορωνοϊού είναι περίπου 20% των πνευμονιών και 5% του συνόλου των καταγραφόμενων κρουσμάτων και δεχτούμε π.χ.  τη 1 εβδομάδα μέσο όρο απαιτούμενης νοσηλείας στη ΜΕΘ, τότε, το όριο κατάρρευσης του συστήματος θα ήταν οι 30 εισαγωγές σε ΜΕΘ την ημέρα, που θα αντιστοιχούσαν σε περίπου 400-600 καταγραφόμενα κρούσματα κορωνοϊού, σοβαρά και μη (εκ των οποίων τα περισσότερα βεβαίως δεν θα νοσηλευτούν αλλά θα μονωθούν σπίτι τους).
Ο οριακός αριθμός των 400-600 κρουσμάτων την ημέρα είναι πράγματι αρκετά μεγάλος και θα απαιτηθεί σημαντική ολιγωρία της διοίκησης και απειθαρχία των πολιτών ώστε να τον φτάσουμε. Αλλάζοντας τις παραδοχές στο παραπάνω μοντέλο, μπορεί κανείς να τον μικρύνει ή να τον μεγαλώσει σημαντικά.(2) Πάντως ο αριθμός αυτός προϋποθέτει βεβαίως την έγκαιρη και αποτελεσματική μόνωση όλων των κρουσμάτων ή/και καραντίνα των επαφών τους, αλλά και την έλλειψη αρνητικών εκπλήξεών μας ως προς τα σημερινά δεδομένα. Αν πάλι υποθέσουμε ένα από τα χειρότερα παγκόσμια σενάρια αποτυχίας των προβλέψεων και των μέτρων καραντίνας και μόνωσης, όπου τελικά στην πορεία του χρόνου θα μολυνθεί έστω το 20% του πληθυσμού (πριν ανακαλυφθεί π.χ. εμβόλιο ή/και θεραπεία), αυτό θα σήμαινε δεκάδες χιλιάδες νοσηλείες στις ελληνικές ΜΕΘ, νοσηλείες που με τους διαθέσιμους πόρους θα έπρεπε να κατανεμηθούν σε ορίζοντα ετών για μην προκαλέσουν κατάρρευση στο εθνικό σύστημα υγείας μας. Σε τέτοια ακραία περίπτωση ακριβώς το ζήτημα της κατανομής των κρουσμάτων στο χρόνο είναι ένας κεντρικός στρατηγικός στόχος.
Η άμεση προτεραιότητα πάντως είναι ότι ακόμη και για μία εβδομάδα αν καταγραφούν τέτοιοι αριθμοί (και μετά με επιτυχημένα μέτρα μόνωσης μειωθούν) αυτό και πάλι αρκεί για να προκαλέσει παραπανίσιους θανάτους, κατάρρευση της οργάνωσης, κόπωση και κατάρρευση του υγειονομικού προσωπικού και έτσι, γενικώς μια τεράστια κρίση, υγειονομική, διοικητική και οικονομική. Και μια αναμονή επικείμενης καταστροφής που θα επηρεάσει το κλίμα για εβδομάδες. 
Έτσι, καταλήγουμε στην τρίτη κατηγορία προβλημάτων: την κατάρρευση της ζήτησης αγαθών και ενδεχομένως και την κατάρρευση της παραγωγής, που θα προκαλέσει πιέσεις προς πληθωρισμό τιμών (των αναγκαίων αγαθών) εν μέσω μειωμένης ζήτησης. Αν από την άλλη δεν ληφθούν αυστηρά μέτρα και γενικώς τηρηθεί στάση εφησυχασμού, τότε τα κρούσματα θα κινδυνεύουν να φτάσουν τα παραπάνω όρια. Η ισορροπία (3), δηλαδή, ανάμεσα στην κινητοποίηση και το μετριασμό του θέματος είναι ένα πολιτικά πολύ κρίσιμο ζήτημα εν μέσω τόσων άλλων πολιτικά κρίσιμων ζητημάτων της παρούσας συγκυρίας.
Φυσικά, ο υπολογισμός αυτός είναι αδρός και οι παραδοχές επισφαλείς, αλλά όχι αβάσιμος. Ανησυχία, βαθμού μετρίου λοιπόν!
--------------------------------
1. Πέρα από τους καταλόγους με τα τυπικά μέτρα πρόληψης που μπορεί κανείς να βρει παντού, καταθέτω εδώ συμπληρωματικά τη γνώμη μου ως προς απλά μέτρα που δεν έχουν τονιστεί τόσο.
Η χρήση χειρουργικής μάσκας σε κάθε δημόσιο χώρο δεν προσφέρει τόσο επιτυχημένα την ατομική προφύλαξη, όσο την προστασία των άλλων, από τα δικά μας σταγονίδια, σε περίπτωση που μολυνθήκαμε και δεν το ξέρουμε. Ίσως ανάλογα με την εξέλιξη των κρουσμάτων να καταστεί υποχρεωτική.
Η μόνιμη παραμονή των παραθύρων ανοιχτών σε όλους τους κλειστούς εργασιακούς χώρους είναι επίσης ένα πολύ απλό στην εφαρμογή του μέτρο. 
Τέλος, θα συνιστούσα τη διακοπή όλων των πιθανόν επιβλαβών εν μέσω επιδημίας καθημερινών μεσογειακών σωματικών εκδηλώσεών μας, όπως περιττά φιλιά, αγκαλιές, χειραψίες, μοίρασμα φαγητού από το ίδιο πιάτο (δεν τα ξεχνάμε, θα τα χρωστάμε διπλά εν καιρώ!)

2. Με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθώ τα νούμερα από τη νότια Κορέα από όπου προκύπτει ότι οι θάνατοι και η κρίσιμη νοσηρότητα βρίσκονται στο ένα πέμπτο της μέτρουμενης σχεδόν σε όλες τις υπόλοιπες χώρες. αλλά βλέποντας τον αριθμό των τεστ που έχουν διενεργηθεί ανά εκατομμύριο πληθυσμού διαπιστώνεις ότι αυτοί έχουνε κάνει σχεδόν δεκαπλάσιο αριθμό τεστ!. Από αυτό προκύπτει ότι αν το δείγμα τους είναι αντιπροσωπευτικό και δεν αφορά π.χ. μόνο νέους ανθρώπους (η ηλικία του πληθυσμού σε μεγάλο βαθμό μοιάζει με τη δική μας αυτοί έχουν διάμεση τιμή περίπου τα 41 και εμείς περίπου το 45) τότε η λοίμωξη είναι πολύ υπερεκτιμημένη από τα σοβαρά κρούσματα των υπολοίπων χωρών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι αν το 30 το κάνουμε 1000 μπορούμε αυτόματα και να χαλαρώσουμε. 

3. Η συμπεριφορά μας απέναντι στις πανδημίες βασίζεται στο βιολογικό αρχέτυπο της απέχθειας. Κάτω από αυτό κρύβεται ο νευροβιολογικός μηχανισμός της ανθρώπινης αηδίας, με τελικό εκφραστικό κρίκο τη ναυτία και τον εμετό, σωματικό ή ψυχικό. Ο μηχανισμός αυτός είναι εξίσου εξελιγμένος με το μηχανισμό των άλλων, πιο… «διάσημων» συναισθημάτων, όπως π.χ. ο πανικός ή η χαρά. Είναι γνωστό άλλωστε πως οι αυταρχικοί και ξενοφοβικοί ηγέτες της Ιστορίας ήταν στην προσωπική ζωή τους μανιώδεις ρέκτες της καθαριότητας. 
Οι κοινωνίες που για διάφορους λόγους δοκιμάστηκαν άσχημα από σοβαρές πανδημίες, βγαίνουν ηττημένες όχι μόνο αναφορικά με τη φυσική απώλεια μελών τους, αλλά και αναφορικά με την ανοχή τους στο διαφορετικό. Στην περίπτωση αυτή, η απέχθεια στρέφεται προς το διαφορετικό, το ξένο και αλλότριο. Οι πανδημίες συντηρητικοποιούν μια κοινωνία με δύο τρόπους. Ο ένας είναι καθαρά μαθησιακός, θεωρητικός και βιωματικός, έχοντας να κάνει είτε με τη συνειδητή επίγνωση περί του «ποιος απ’ έξω φαίνεται πως μας έφερε τη νόσο» είτε, στις πολιτισμικά ωριμότερες, με την τεκμηριωμένη θεωρία που έχει αναπτυχθεί γύρω από τον τρόπο διάδοσης. Ο άλλος τρόπος συντηρητικοποίησης είναι δαρβινικός: από μια πανδημία, πράγματι επιβιώνει η πιο κλειστή, επιφυλακτική και απομονωμένη από κοινωνικές επαφές μερίδα ενός πληθυσμού.
Προς αποφυγή της πολυέξοδης και στις δυτικές κοινωνίες μάλλον και ανέφικτης, καθολικής καραντίνας, η σύγχρονη επιδημιολογία στηρίζεται στη θεωρία των ομφαλών. Ομφαλός είναι κάθε φορέας του νοσηρού που διαθέτει ασύμμετρα υψηλή πιθανότητα αναμετάδοσής του, λόγω των ιδιοτήτων και της θέσης του εντός του δικτύου. Η θεωρία έχει μάλιστα άμεση εφαρμογή και στην επιστήμη της προπαγάνδας• εδώ οι ομφαλοί μετονομάζονται σε διαμορφωτές γνώμης (opinion leaders και influencers). Ο εμβολιασμός, κατά προτεραιότητα –ή και κατ’ αποκλειστικότητα- που επικεντρώνεται στους ομφαλούς διασώζει κόστος και αυξάνει την αποτελεσματικότητα κάθε πρόληψης. 
Σήμερα όμως, υπό προϋποθέσεις, καθένας από μας, με τρόπο απρόβλεπτο ώστε πράγματι να μπορούμε να παρέμβουμε προληπτικά, μπορεί να μετατραπεί ανά πάσα στιγμή σε ομφαλό σοβαρής πανδημίας. Ιών, μικροβίων ή… κακοήθων ιδεών. Έτσι, η απάντηση περί του τρόπου ανοσοποίησης που θα αποδώσει την κοινωνία αλώβητη (από τις φανερές μα και τις λανθάνουσες συνέπειες) δεν είναι ποτέ τόσο απλή όσο μας λένε τα εγχειρίδια. 

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

Απόσπασμα από την εισαγωγή στο "Γνωστικό και ψυχικό εγκέφαλο"




Η  αυτοτέλεια οποιουδήποτε οργανικού συστήματος αξιολογείται κατά πρώτο λόγο πάνω στη βάση της ύπαρξης ή όχι ενός ανεξάρτητου συντονιστικού νευρικού δικτύου. Ο εγκέφαλος εξελίχθηκε ως ο μαέστρος που συντονίζει το νευρικό σύστημα, ώστε αυτό να βοηθά αποδοτικά την προσπάθεια επιβίωσης, αναπαραγωγής και διαιώνισης ενός ανώτερου οργανισμού. Στον άνθρωπο, ο εγκέφαλος έχει εξελιχθεί προοδευτικά σε «θεατή» αλλά και σε «ιδιοκτήτη» του, σε φροντιστή του, αλλά συχνά και σε δυνάστη ή καταστροφέα του!
Ποια είναι η βασικότερη αρχή λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου; Ότι δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες βασικές αρχές! Η απουσία αυστηρού προγράμματος γεννά τις τρομακτικές δυνατότητες προσαρμογής της συμπεριφοράς μας, που έχουν οδηγήσει στο θαύμα του πολιτισμού και στην πολύπλοκη ή ακόμη και χαοτική σημερινή κοινωνία. Το νήμα της Ιστορίας του ανθρώπινου γένους, ως απόρροια αυτής της ελεύθερης διαμόρφωσης, ήταν μια περίπτωση ανάμεσα σε πολλές εναλλακτικές, χωρίς να αποτελεί κάποιο είδος νομοτέλειας. Παράλληλα όμως, αυτή η έλλειψη ντετερμινισμού καθορίζει αναπόδραστα και ένα άλλο θεμελιώδες φυσικό χαρακτηριστικό του είδους μας: τη ζωτικής σημασίας εξάρτηση κάθε παιδιού από τους γονείς του για αρκετά χρόνια μετά τη γέννηση και από τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μας για πάντα. Κατά ουσιαστικό τρόπο, αυτή η δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου μετακινεί την ανάγκη προσαρμογής από τον κόσμο της άψυχης ύλης στο μοναδικό ανθρώπινο κόσμο των σημασιών και των νοημάτων, με άλλα λόγια, από τη γεώσφαιρα στην ανθρωπόσφαιρα. Η μετακίνηση αυτή οφείλει να αντανακλάται πάνω σε ισχυρά νευροβιολογικά θεμέλια και αντίστοιχα, επιρροές μα και αναγκαιότητες.
Τα δεδομένα της έρευνας των τελευταίων ετών στον τομέα της πειραματικής ψυχολογίας ανατρέπουν ή τροποποιούν πολλά από τα κλασσικά στερεότυπα με τα οποία οι νευροεπιστήμες ερμήνευαν ως και σήμερα την ανθρώπινη συμπεριφορά σε ατομικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Μια κεντρική εννοιολογική σύλληψη είναι ότι ο εγκέφαλος δεν πρέπει να θεωρείται ως μια συμπαγής και ενιαία δομή, παρόλο που αυτό συνήθως δεν βιώνεται έτσι από τον καθένα μας. Οι φυσικές ανάγκες οδήγησαν στην ύπαρξη δύο διαφορετικών νευρωνικών υπερδικτύων ή «επιμέρους εγκεφάλων» εντός αυτής της ζελατινώδους μάζας των 1250 γραμμαρίων: τον ψυχικό και το γνωστικό εγκέφαλο, που με άλλα λόγια αποτελούν τους πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η λειτουργία του ανθρώπινου εγκέφαλου. Τα υπερδίκτυα αυτά εξελίχθηκαν παράλληλα, το ένα πλάθοντας το άλλο, ενώ έχουν κοινό σκοπό, «απαντώντας» στις βασικές ανάγκες της επιβίωσης, το καθένα όμως μέσα από το δικό του προσανατολισμό και δρόμο.
Ο ένας πυλώνας, ο συναισθηματικός, θεμελιώνεται πάνω στο εξελικτικά πιο πρωτόγονο σύστημα επιβίωσης που βασίζεται στην ανίχνευση των απειλητικών ερεθισμάτων, μέσα από τη δημιουργία δυσάρεστων και επώδυνων βιωμάτων, όπως και των αντιθέτων τους, των ευχάριστων και ασφαλών. Ο πρωτόγονος αυτός εγκέφαλος είναι γνωστός και με τον όρο «εγκέφαλος των ερπετών». Αργότερα, σε αυτό το υπόστρωμα, αναδύεται στην εξελικτική πορεία και ο «εγκέφαλος των θηλαστικών», που εξυπηρετεί την αναγκαιότητα της επιβίωσης του ανώριμου νηπίου μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρότατου δεσμού με τη μητέρα του, με προσανατολισμό του τις συμπεριφορές που συνδέονται με τα άλλα πρόσωπα. Τα νευροβιολογικά θεμέλια αυτού του δεσμού δεν είναι άλλα από τα συναισθήματα: ο ισχυρός δεσμός προάγει την ανακουφιστική ασφάλεια, ενώ η διάρρηξή του προκαλεί αβάσταχτο ψυχικό πόνο, σε αμφότερα τα σκέλη του. 
Από την άλλη, οι μεγαλύτερες δυνατότητες του εγκεφάλου των θηλαστικών συνοδεύονται σε κάποια είδη και από την εμφάνιση του μηχανιστικού εγκεφάλου, που αρχίζει να αναπτύσσει εργαλειακού τύπου αλληλεπιδράσεις με τον άψυχο φυσικό κόσμο. Από αυτόν, εξελίσσεται ο άλλος πυλώνας, ο γνωστικός, καθώς η διευκόλυνση της επιβίωσης του είδους, που επιτεύχθηκε μέσω της κοινωνικότητας, έδωσε τη δυνατότητα στα μέλη του να «ξαποσταίνουν και να αναμηρυκάζουν τις σκέψεις τους με ασφάλεια». Η πρόοδος αυτή απελευθέρωσε ουσιαστικά ένα μέρος του εγκεφάλου από το συντονισμό της καθημερινής πάλης για την εξασφάλιση των απαραιτήτων προς την επιβίωση πόρων (τροφή, ενέργεια, προστασία από σαρκοφάγα, εύρεση μελών του άλλου φύλου για ζευγάρωμα), ώστε να είναι πλέον δυνατή η συλλογή και η επεξεργασία παρατηρήσεων με σκοπό την αιτιοκρατική πρόγνωση του μέλλοντος. Οι προγνώσεις  δημιούργησαν τελικά ένα δικό τους «βασίλειο», που είναι βασισμένο στη χρηστικού τύπου αντίληψη του κόσμου, ακονίζοντας τις πιο εκλεπτυσμένες λειτουργίες που στο σημερινό άνθρωπο συναποτελούν το υπερδίκτυο του γνωστικού εγκέφαλου. Το επίκεντρο και η «τροφή» του τελευταίου είναι τα αντιληπτικά δεδομένα που προκύπτουν μέσα από την παρατήρηση και κατανόηση, τα οποία με εργαλείο την αιτιοκρατική σκέψη μετατρέπονται σε συμπεράσματα και τελικά σε συνειδητές προβλέψεις ή προγνώσεις. Ο προσανατολισμός παραμένει προς συμπεριφορές που χειρίζονται κατάλληλα το περιβάλλον και τα αντικείμενα, προς την ευόδωση ή την αποτροπή των προγνώσεων. 
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της γλώσσας και της συμβολικής σκέψης επιτάχυνε τη δυνατότητα επικοινωνίας, ώστε οι συλλεγόμενες παρατηρήσεις να μπορούν να μεταφερθούν προς τα άλλα άτομα με τη μορφή πληροφοριών. Το προϊόν του γνωστικού εγκεφάλου είναι τώρα διαθέσιμο προς χρήση τόσο για τη μοναχική επιβίωση, όσο και για τις ανάγκες επιβίωσης εντός μιας ομάδας ή κοινωνίας.
Ο συναισθηματικός και ο γνωστικός εγκέφαλος λειτουργούν παράλληλα, αλλά «συναντιούνται» διαρκώς στο πεδίο της συνειδητότητας, όπου ο ένας αντιλαμβάνεται το «προϊόν» της λειτουργίας του άλλου. Τα συναισθήματα, προϊόν του ψυχικού εγκεφάλου, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως παρατηρήσεις εσωτερικών συμβάντων που τροφοδοτούν το γνωστικό εγκέφαλο, ενώ και οι επιγνώσεις, προϊόν του γνωστικού εγκεφάλου, είναι δυνατό να αποτελούν «τροφή» για το συναισθηματικό εγκέφαλο μετατρεπόμενες σε βιώματα διά της προβολής τους στο παρελθόν και στο μέλλον. Με άλλα λόγια, ο συναισθηματικός εγκέφαλος «αισθάνεται» τις επιγνώσεις, αλλά και ο γνωστικός εγκέφαλος «κατανοεί» τα συναισθήματα. Το  βασικό ρόλο για τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τα κίνητρα, τις επιθυμίες, τις προθέσεις και τη συμπεριφορά ενός ενηλίκου ατόμου τον έχουν οι παράγοντες που καθορίζουν τη θέση του εγκεφάλου μας πάνω σε αυτούς τους δύο πυλώνες. Ο  κάθε άνθρωπος μπορεί θεωρητικά να «αναλυθεί» έτσι ώστε να τον τοποθετήσουμε σε μια μοναδική συγκεκριμένη θέση στο παραπάνω δισδιάστατο  σύστημα. Η τοποθέτηση αυτή δεν είναι μόνιμη. Ουσιαστικά, η κάθε ανθρώπινη στιγμή κάθε μεμονωμένου ανθρώπου έχει αποκρυσταλλώσει νόημα και πάθος με τρόπο ανεπανάληπτο.
Ένα μοναδικό στη γνωστή φύση εξελικτικό βήμα που αφορά τον άνθρωπο είναι ότι οι επιγνώσεις και τα συναισθήματα παρουσιάζονται τελικά σε έναν «παρατηρητή εαυτό». Αυτός συνιστά μια ακόμη «πολυτέλεια», μα ίσως απορρέει και ως αναγκαιότητα για ένα ενιαίο τελικό «προϊόν» των δύο εγκεφάλων. Ο παρατηρητής εαυτός είναι μια δυναμική και φευγαλέα οντότητα, που μετακινείται ελεύθερα μεταξύ των δύο εγκεφάλων, ταυτιζόμενος με τον ένα, τον άλλο ή με αμφότερους. Κεντρικό ζητούμενό του είναι μια συνθετική βίωση και ερμηνεία της πραγματικότητας, με βάση τα προϊόντα των δύο εγκεφάλων, που θα λειτουργεί προσανατολιστικά ως προς τον εξωτερικό κόσμο. Ο παρατηρητής εαυτός παράγει ένα κατά το δυνατόν ενοποιητικό προϊόν: τις απόψεις και τις επιθυμίες που σχηματίζουν την αυτοαντίληψη. 
Η αυτοαντίληψη μπορεί να κινείται μεταξύ υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας, αλλά αναγκαστικά δεν μπορεί να ξεφύγει εντελώς από την πρώτη.  Η υποκειμενικότητα αναστρέφεται μόνο με εμπρόθετη, διαρκή και κάθε φορά καθοριζόμενη με καινούργιο τρόπο, προσπάθεια. Η θέαση του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου μέσα από υποκειμενικά γυαλιά επικράτησε κατά τη διάρκεια της εξέλιξης προφανώς και για λόγους εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά ίσως και διότι παρέχει πλεονέκτημα επιβίωσης. Ωστόσο, η ύπαρξη ενός -είτε πιο ουδέτερου είτε μεροληπτικού- παρατηρητή εαυτού ως ξεχωριστού θεατή της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, είναι φαινόμενο μοναδικό για το γνωστό μας σύμπαν και δεν είναι άλλο από την ουσία της ανθρώπινης συνειδητότητας. Με βάση τα παραπάνω, αυτό που αποκαλείται ευρέως «συνείδηση», θα πρέπει για τον άνθρωπο μάλλον να εξειδικευτεί ώστε να περιλαμβάνει μόνο την έννοια της αυτοαντίληψης. 
Παράλληλα, στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους επέδρασε και μια ακόμη φυσική επιλογή: η επιβίωση ευνοήθηκε στα θηλαστικά που λόγω αυτής της συνδυασμένης και συνεπώς ανώτερης ευφυΐας, μπόρεσαν να αναπτύξουν την ικανότητα σχηματισμού ομάδων, αγελών και κοινωνιών. Έτσι, ο εγκέφαλος των θηλαστικών, μαζί με το μηχανιστικό εγκέφαλο, αποτέλεσαν με τη σειρά τους τη βάση θεμελίωσης ενός ακόμη πιο εξελιγμένου υπερδικτύου, αυτό του «κοινωνικού εγκεφάλου». Ο προσανατολισμός του τελευταίου είναι οι ρόλοι και συμπεριφορές (τόσο οι «χειριστικές» γνωστικού τύπου όσο και οι «συνδετικές» συναισθηματικού τύπου), που αφορούν τώρα την αλληλεπίδραση, απελευθερωτική ή ενωτική, με την απρόσωπη κοινωνία. Με την παρουσία των άλλων προσώπων, η ατομική αυτοαντίληψη μετατρέπεται στην κοινωνική ταυτότητά μας. Ως κοινωνικός εγκέφαλος καλούνται να λειτουργήσουν τόσο ο συναισθηματικός όσο και ο γνωστικός εγκέφαλος. Πράγματι, στα πλαίσια της ύπαρξης ενός «διπλού κινητήρα» τους, όλες οι ανθρώπινες πράξεις, τόσο οι κατά μόνας ενεργούμενες «αυτοβιογραφικού τύπου», όσο και οι κοινωνικές δράσεις «ιστορικού τύπου», υποκινούνται από δύο είδη κινήτρων: τα χρηστικά, που τείνουν να διαμορφώνουν μια ταυτότητα για την οποία οτιδήποτε μη ατομικό ανήκει σε μια αλλότρια και εξώτερη φύση και τα συμπονετικά, που τείνουν να περιλαμβάνουν στην ταυτότητα τους σκοπούς της επιβίωσης και άλλων ατομικοτήτων, δηλαδή των απογόνων, των συγγενών, της ομάδας, της φυλής. Έτσι, ο γνωστικός εγκέφαλος τείνει να αντιλαμβάνεται και τα άλλα πρόσωπα –εκτός από τη φύση- με διαζευκτικό χαρακτήρα, ως «αντικείμενα άξια χειρισμών», φιλικών ή εχθρικών, βάσει των προγνώσεών του, ενώ ο συναισθηματικός, αντίστροφα, τείνει να αντιλαμβάνεται και τη φύση -και προφανώς και τους άλλους- με συζευκτικό χαρακτήρα, ως «υποκείμενα άξια συναισθημάτων», επίσης φιλικών ή εχθρικών. Από την αμιγώς κοινωνική οπτική, ο γνωστικός εγκέφαλος βρίσκεται τώρα να επιζητά απάντηση στο δίλημμα «εγώ ή η φύση;» στην οποία φύση περιλαμβάνει και την κοινωνία, με όραμα την αυτοπραγμάτωση, ενώ ο συναισθηματικός εγκέφαλος βρίσκεται να επιζητά απάντηση στη σύζευξη «εγώ και οι άλλοι», στους οποίους άλλους περιλαμβάνει και τη φύση, με πρότυπο τη συγχώνευση. Αντίστοιχα, στην πρωτόγονη και ακατέργαστη βάση τους οι κοινωνικές πρακτικές του ατόμου απέναντι στους άλλους είναι είτε ανταγωνιστικές και «μακιαβελλιανές», χαρακτηριζόμενες δηλαδή από το χειρισμό των τελευταίων προς εξυπηρέτηση των αναγκών μας, είτε συνεργατικές και «ανθρωπιστικές», χαρακτηριζόμενες από τη διεύρυνση των προσδιοριζόμενων ως αναγκών μας ώστε να περιλαμβάνουν και αυτές του μικρού ή μεγάλου συνόλου στο οποίο εντασσόμαστε. 
Ο εγκέφαλος μεταβάλλεται διαρκώς, όντας σε μια δυναμική και όχι στατική κατάσταση. Η λήψη μιας θέσης στο παραπάνω αναφερόμενο «σύστημα συντεταγμένων» που αφορίζουν ο συναισθηματικός και ο γνωστικός τρόπος λειτουργίας του εγκεφάλου μας  ίσως να μην μας ακολουθεί υποχρεωτικά σε όλη τη ζωή μας. Στα πλαίσια αυτής της μοναδικής κάθε στιγμή διαδικασίας που καθορίζει αυτό που προσδιορίζεται ως η «προσωπικότητά» μας, ίσως μια εκ γενετής «ιδιοσυγκρασία» να αλληλεπιδρά αενάως με έναν περιβαλλοντικά καθοριζόμενο «χαρακτήρα». Αυτό άλλωστε είναι που αποτελεί τη βάση της φροντίδας, της ανατροφής, της εκπαίδευσης, του σωφρονισμού, της διαφήμισης, της εξαπάτησης, του εκβιασμού, του καταναγκασμού, αλλά και της ψυχοθεραπείας, δηλαδή όλων όσα γενικότερα εμπίπτουν στη σφαίρα της επιρροής του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Επομένως, ένας ακόμη εξίσου καθοριστικός παράγοντας για τις τάσεις που αναπτύσσονται ως προς την ισορροπία μεταξύ των συναισθηματικών και των γνωστικών φαινομένων είναι αυτός του βαθμού της προσαρμοστικότητας, δηλαδή της σχετικής επικράτησης των περιβαλλοντικών έναντι των ιδιοσυγκρασιακών επιδράσεων στη διαμόρφωση της νοητικής λειτουργίας κάθε ατόμου. Στις πρώτες ανήκουν π.χ. η επίδραση της τροφής, των τοξινών και των κοινωνικών και πολιτισμικών ερεθισμάτων, υπό την ευρεία έννοια της μάθησης, ενώ στις δεύτερες ανήκουν π.χ. τα γονίδια και οι επιγενετικοί μηχανισμοί. Αμφότεροι οι επιμέρους εγκέφαλοι, ο γνωστικός και ο συναισθηματικός, υπόκεινται σε ξεχωριστές διεργασίες που αφορούν τις έμφυτες τάσεις και την περιβαλλοντική μάθηση. Έτσι, ο πρώτος τείνει να μαθαίνει διά της «δοκιμής και λάθους», ενώ ο δεύτερος διά της μίμησης. 
Η δυναμική σύνθεση μεταξύ του συναισθηματικού και του γνωστικού τρόπου λειτουργίας του εγκεφάλου οδηγεί σε αυτό που είναι γνωστό ως «εγκέφαλος των πρωτευόντων». Η πιο εξελιγμένη εκδοχή του τελευταίου, ο «σοφός» ανθρώπινος εγκέφαλος, προάγει την ατομική και κοινωνική επιβίωση χρησιμοποιώντας τα προσαρμοστικότερα στοιχεία από όλη ουσιαστικά την αλυσίδα εξέλιξης του εγκεφάλου των ανώτερων ζωικών ειδών. Κάθε χρονική στιγμή, η κάθε κοινωνία ανθρώπων περιέχει μέλη τοποθετημένα σε ποικίλα σημεία του δισδιάστατου χώρου που σχηματίζουν οι συντεταγμένες του γνωστικού και ψυχικού εγκεφάλου. Τα μέλη αυτά, «καθηλωμένα» ή «προχωρημένα» σε διαφορετικά στάδια εξέλιξης, μοναχικά ή ομαδικά, εκδιπλώνουν κάθε λεπτό τη δράση τους, στερεότυπη ή ευέλικτη, έμφυτη ή μαθημένη, ορθολογική ή παρορμητική, ατομισμού ή αλληλεγγύης. Οι μορφές στις οποίες αποκρυσταλλώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα αυτό το «νέφος» δράσεων είναι που χαράσσουν τις τεθλασμένες της ανθρώπινης Ιστορίας. 
Η αίσθηση μας ότι τα συναισθήματα μιλούν καλύτερα στην ψυχή μας, παρά τα ψυχρά συμπεράσματα, δημιουργεί στον καθημερινό λόγο μόνιμη σύγχυση μεταξύ του συναισθηματικού και του ψυχικού την οποία δεν θα προσπαθήσω να υπερβώ και συχνά στο βιβλίο αυτό το ψυχικό και το συναισθηματικό θα χρησιμοποιούνται με την ίδια σημασία.
κα παραπάνω μπορούν προφανώς να έχουν μια καθοριστική επιρροή στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε την προσωπικότητα αλλά και την ψυχική νόσο. Αν και η συντριπτική πλειονότητα των ενηλίκων δεν εμπίπτει στο φάσμα μιας μόνιμης και έκδηλης ψυχοπαθολογίας, οι περισσότεροι δεν έχουν ισοδύναμο βαθμό προσαρμοστικότητας του γνωστικού και του ψυχικού εγκεφάλου τους, ως αποτέλεσμα τόσο των έμφυτων τάσεων που με τυχαίο τρόπο αναμείχτηκαν κληρονομημένες από κάθε γονιό όσο και των μαθησιακών εμπειριών μετά τη γέννηση. Κατά συνέπεια, την προσαρμογή κάθε διαφορετικού ατόμου στην πραγματικότητα μπορεί να εξυπηρετεί περισσότερο είτε ο γνωστικός είτε ο ψυχικός εγκέφαλός του. Η συγκριτικά καλύτερη «προσαρμογή» του ενός εγκεφάλου μπορεί να αντιρροπεί την «ακυρότητα» του άλλου. Μια ακραία και συνδυασμένη ακυρότητα τόσο του γνωστικού όσο και του ψυχικού εγκεφάλου θα αναμενόταν να οδηγεί σε μια ολική νοητική υστέρηση, κατά την οποία η αυτοαντίληψη απουσιάζει και μαζί με αυτήν η επίγνωση της διαφοράς μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Εάν όμως ανεπαρκεί περισσότερο ο γνωστικός εγκέφαλος, τότε θα αναμένεται μια ροπή προς τις διαταραχές σκέψης, όπως π.χ. η παράνοια (διαταραχή της σκέψης κατά την οποία ο πάσχων πιστεύει ότι διώκεται από τους άλλους), ενώ αν ανεπαρκεί ο ψυχικός, η ροπή θα είναι προς τις διαταραχές διάθεσης, όπως π.χ. η διπολική διαταραχή (γνωστή και ως μανιοκατάθλιψη: διαταραχή της διάθεσης, κατά την οποία εμφανίζονται κατά περιόδους ανεξήγητες ακραίες διακυμάνσεις μεταξύ μανίας και κατάθλιψης). Στην περίπτωση της οριστικής κατάρρευσης του παρατηρητή εαυτού ή της μη εξαρχής ανάπτυξής του, δεν υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα αντικειμενικής αξιολόγησης της εξωτερικής ή εσωτερικής πραγματικότητας και η κατάσταση θα προσδιοριζόταν ως ψύχωση. Η απουσία αυτοαντίληψης στις παραπάνω περιπτώσεις ταυτίζεται άλλωστε και με την έλλειψη επίγνωσης του νοσηρού (νοσογνωσίας), που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των ψυχώσεων. Μια πιο έγκυρη αλλά ελλιπώς προσαρμοστική λειτουργία των δύο εγκεφάλων, δηλαδή μια λιγότερο σοβαρή δυσλειτουργία μεταξύ γνωστικού και ψυχικού εγκεφάλου, θα προσδιοριζόταν ευρύτερα ως νεύρωση. Οι νοσηρές καταστάσεις που είναι γνωστές ως διαταραχές προσωπικότητας χαρακτηρίζονται από πολυσύνθετη και μικτή ελλιπή προσαρμογή του γνωστικού και του ψυχικού εγκεφάλου. Σε αυτές, όπως και στις νευρώσεις, όπως π.χ. η αγχώδης διαταραχή ή η φοβική διαταραχή, θα υπάρχει μεν κάποιου μικρότερου βαθμού δυσλειτουργία της αντικειμενικής αξιολόγησης της εξωτερικής ή εσωτερικής πραγματικότητας («παθολογική πλευρά του εαυτού»), αλλά παράλληλα διατηρείται η αντίληψη του νοσηρού («υγιής πλευρά του εαυτού»). Τέλος, σε μια έγκυρη ανάπτυξη των δύο εγκεφάλων και της αυτοαντίληψης με συγκριτικά υπολειπόμενη ανάπτυξη του ψυχικού, το άτομο θα τείνει να είναι ένας «ψυχρός ορθολογιστής», ενώ εάν επικρατεί μια συγκριτικά υπολειπόμενη ανάπτυξη του γνωστικού εγκεφάλου, θα τείνει να είναι ένας «απερίσκεπτος αισθηματίας». Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι τα παραπάνω αποτελούν αναπόδεικτες εικασίες και σίγουρα αφορούν προδιαθέσεις και επ’ ουδενί νομοτέλειες.
Η σκόπιμη ή αθέλητη παιδική παραμέληση συνδέεται άμεσα με νοσογόνες ψυχολογικές διαδικασίες. Η στάση των γονιών δημιουργεί διά της μη συνειδητής μάθησης του ψυχικού εγκεφάλου μια άυλη «οικογένεια μέσα στο κεφάλι» του μελλοντικού ενήλικα, η οποία συνδέεται με τα συναισθήματά του πολύ πιο στενά από όσο η ίδια η ρεαλιστική πραγματικότητα. Έτσι, το σύστημα ασφάλειας και απειλής του κινητοποιείται άκαιρα, όταν σκεφτεί να πράξει αντίθετα από τα μαθημένα, οπότε προτιμά να παραμένει στη στρεβλή, αυτοϋπονομευτική, μα «ασφαλή»  παιδική συμπεριφορά του. Η εσωτερική οικογένεια καθορίζει μια «αποστολή» στον ενήλικο, ένα ρόλο που όταν τον παραβιάζει, συνήθως το πληρώνει με άγχος, θυμό ή κατάθλιψη. Ο πρωτόγονος εγκέφαλος της ασφάλειας και της απειλής έχει μια προτεραιότητα, η οποία απορρέει ως φυσική αναγκαιότητα της ευάλωτης παιδικής ηλικίας κάθε εξελιγμένου θηλαστικού. Αν δεν υπήρχε αυτή η προτεραιότητα θα κινδυνεύαμε να θεωρητικολογούμε ή να φιλοσοφούμε ενώ μας καταβροχθίζουν τα λιοντάρια! Αλλά και η ισχύς των ψυχικών προσκολλήσεων στον άνθρωπο εξηγείται εύκολα από την εξελικτική ψυχολογία: οφείλεται στην ανάγκη ομαδικότητας με σκοπό την επιβίωση, καθώς ένα απομονωμένο κοινωνικό θηλαστικό είναι ένα μελλοθάνατο θηλαστικό. Όσο έξυπνος λοιπόν και αν θεωρείται κανείς, όση λειτουργικότητα και αν φαίνεται πως διαθέτει στην καθημερινότητά του ως αποτέλεσμα της σχετικής υπερπροσπάθειας του γνωστικού εγκεφάλου του, θα παραμένει κρίσιμα ανόητος εάν ο ψυχικός του εγκέφαλος επαγρυπνεί για τις λάθος-απειλές. Αυτός ο δεύτερος πόλος της αυτοαντίληψης εκπαιδεύτηκε μέσω της απλής ψυχικής εγγύτητας και της απλής επανάληψης. 
Εκτός από την καλλιέργεια του απαιτούμενου θάρρους στο θεραπευόμενο για μια βουτιά στα αχαρτογράφητα για αυτόν νερά, ο αποτελεσματικός ψυχικός θεραπευτής καλείται ουσιαστικά να διαπραγματευτεί με την άυλη εσωτερική οικογένεια του πρώτου και να λάβει την άδεια της για την οποιαδήποτε παρέμβαση, αυτογνωσίας, συμπεριφορική ή ακόμη και φαρμακευτική. 
Διατηρώντας λοιπόν κατά νου την παραπάνω δισδιάστατη θεώρηση, φιλοδοξώ να αναδείξω τους δεσμούς ανάμεσα στην Ψυχολογία και τη νευροβιολογία του εγκεφάλου και κατόπιν τους δεσμούς αυτού του ζευγαριού με την Κοινωνιολογία. Στα πρώτα δύο κεφάλαια θα σκιαγραφηθεί το «πώς» του ατόμου: στο πρώτο οι αρχές του τρόπου λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου απέναντι στις βιολογικές αναγκαιότητες, ενώ στο δεύτερο οι παράμετροι του ερωτήματος «γεννιόμαστε ή γινόμαστε». Στα επόμενα δύο κεφάλαια, θα παρουσιαστεί αναλυτικότερα ο ψυχικός εγκέφαλος: στο τρίτο οι αρχές που διέπουν τα «βασικά βιώματα», τα οποία είναι η απειλή και η ασφάλεια και στο τέταρτο ο τρόπος με τον οποίο μπορούν οι διαισθήσεις να επηρεάζουν υποσυνείδητα τη διαπροσωπική συμπεριφορά και το σχηματισμό σχέσεων με τους άλλους. Στο πέμπτο κεφάλαιο επιχειρείται μια σύνθεση των παραπάνω στο επίπεδο του ατόμου, μαζί με μια περιγραφή του φάσματος και των βασικών μηχανισμών της ψυχοπαθολογικής συμπτωματολογίας υπό την οπτική του δίπτυχου του γνωστικού και ψυχικού εγκεφάλου, συμπτωματολογίας που μπορεί να είναι κλινικού ενδιαφέροντος ή και όχι. Στο έκτο κεφάλαιο παρέχεται ένα σύντομο σχεδίασμα μεταφοράς όλων αυτών, ως βασικών ανθρωπολογικών σταθερών, στο πεδίο της κοινωνιολογίας. Τέλος, στο επίμετρο, σκιαγραφείται με απλούστερη γλώσσα η προσπάθεια αυτογνωσίας ή/και αναδόμησης του εαυτού, γνωστή και ως «ομιλητική ψυχική θεραπεία», όπως θα απέρρεε από την αναγνώριση της σημασίας που έχει το δίπτυχο ψυχικού και γνωστικού εγκεφάλου και οι συνδέσεις του με τη νευροβιολογια των πρωτευόντων και την οικογενειακή μάθηση, στην εμφάνιση των ψυχικών συμπτωμάτων.
Οι συνθετικές προσπάθειες παρουσίασης ιδεών όπως η παρούσα είναι απολύτως εξαρτώμενες από το φορέα τους. Σε αυτό συμφωνούν όλο και περισσότεροι φιλοσοφούντες περί την επιστήμη τους, χτίζοντας το οικοδόμημα ενός διαρκώς διογκούμενου σκεπτικισμού. Οι συγγραφείς δεν παύουν κάθε στιγμή να διαθέτουν εγκεφάλους μορφοποιημένους ώστε να απαντούν στις ανάγκες επιβίωσης εντός του αντιληπτικού μικρόκοσμού τους, όταν όλα τα δεδομένα δείχνουν πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί πέρα από κάθε τέτοια μικροκλίμακα. Δημιουργείται έτσι το εκ της φύσης του παράδοξο και ενδεχομένως ουτοπικής φύσης εγχείρημα των νευροεπιστημόνων, να χρησιμοποιήσουν ένα γραμμικό και περιορισμένης κλίμακας τρόπο σκέψης, στον οποίο τους έχει «καταδικάσει» η «γήινη» φύση τους, ώστε να κατανοήσουν τον πολυδιάστατο και ίσως χαοτικό μηχανισμό που υπόκειται αυτού του τρόπου σκέψης! 
Αν και προς το παρόν παραμένει αναπάντητο το ερώτημα του γιατί η φύση να έχει επιλέξει να δημιουργήσει ένα τέτοιας εμβέλειας «υπερόργανο», όπως είναι ο εγκέφαλος, ώστε απλώς να απαντήσει σε καθημερινά ζητήματα επιβίωσης στον πλανήτη γη, πριν από την κάθε αξίωση επιστημονικής επάρκειας ή καθολικότητας του παρόντος σχεδιάσματος οφείλω να τονίσω ότι αυτό δεν αποτελεί παρά το συνειδητό προϊόν ενός συγκεκριμένου εγκεφάλου, με περιορισμούς ως προς τις δικές του διαισθητικές και ερμηνευτικές «προτιμήσεις» και «ευαισθησίες», αλλά και οπωσδήποτε και ως προς τα εγγενή επεξεργαστικά του όρια. 
Ψυχικός ή γνωστικός εγκέφαλος; Συλλογικότητα ή ατομισμός; Παίκτης ή παρατηρητής; Αυτοματικότητα ή συνειδητότητα; Φύση ή περιβάλλον; DNA ή πολιτισμός; Πίστη ή γνώση; Συναίσθημα ή λογική; Πράξη  ή θεωρία; Ποιο δίπολο, ανάμεσα στα παραπάνω, είναι αυτό που αν το αφαιρέσουμε ο άνθρωπος παύει να είναι αυτό που είναι; Και ποιο θα όφειλε να είναι το επιδιωκόμενο στα διάφορα επίπεδα της σύγχρονης -και συχνά  σκληρής- αντιπαράθεσης; Η επιβίωση ή η αυταπάρνηση; Η ανθρωπολογική ή η κοινωνιολογική ανάλυση; Ο ατομοκεντρισμός ή ο κοινωνιοκεντρισμός;  Αλλά και η  φαρμακοθεραπεία ή η ψυχοθεραπεία; Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη πολύ περισσότερων εγκεφαλικών «διαστάσεων» από τις δύο του ψυχικού και του γνωστικού εγκεφάλου (ενώ ο αποκλεισμός περισσότερων διαστάσεων ίσως και να αντιβαίνει στα πολυδιάστατα και συνεχή συμπαντικά μοντέλα που σήμερα γνωρίζουμε), η ανθρωπολογική και κοινωνική εξέλιξη φαίνεται πως έχει τελικά διαμορφώσει δύο προέχοντες ψυχοκοινωνικούς αστερισμούς (Πίνακας 1): ο ένας είναι αυτός του κατά βάση υπαρξιστικού, γνωστικού, ορθολογικού, «αντρικού», ατομιστικού, μηχανιστικής φύσης εγκεφάλου που στο ατομικό επίπεδο επιζητά νόημα και στο κοινωνικό επίπεδο επιζητά αυτοπραγμάτωση και ελευθερία, ενώ ο άλλος είναι αυτός του κατά βάση ανθρωπιστικού, ψυχικού, συναισθηματικού, «γυναικείου», συλλογικού, διαπροσωπικής φύσης εγκεφάλου, που στο ατομικό επίπεδο επιζητά ασφάλεια και στο κοινωνικό επίπεδο επιζητά συγχώνευση και αλληλεγγύη. 
Αν και αλληλοσυμπληρώνονται, ο ψυχικός και ο γνωστικός εγκέφαλος δεν φαίνονται πάντα να εναρμονίζονται, ενώ προφανώς δεν υπάρχει κάποια βιολογική αναγκαιότητα ανταγωνισμού ή αλληλοϋπονόμευσής τους. Αυτό σημαίνει ότι από αμιγώς βιολογικής άποψης δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι παραπάνω αναφερόμενοι αστερισμοί θα ήταν υποχρεωτικό να σχηματίζονται έτσι. Γιατί π.χ. να κρίνεται συχνά ως ανορθολογική προτεραιότητα η συλλογικότητα; Ή γιατί ο ατομισμός να θεωρείται περισσότερο αντρική υπόθεση; Η απάντηση ίσως είναι ότι καθώς δεν υπάρχει προκαθορισμένο πρόγραμμα, η νευροβιολογία βάζει απλώς τα πλαίσια, ενώ τα περιεχόμενα καθορίζονται από το περιβάλλον. 
Η θεωρητική αξία σε μια προσέγγιση του πολύπλοκου εγκεφάλου μας υπό τη μορφή τέτοιων, αλληλοδιαπλεκόμενων διπόλων μπορεί να είναι σημαντική, πάντα στο βαθμό που βοηθά στην κατανόηση και αποκωδικοποίησή του.  Tο δίπολο μεταξύ γνωστικών και ψυχικών λειτουργιών, στο οποίο και δίνεται η έμφαση, διατηρεί μια ξεκάθαρη βιολογική βάση και ως εκ τούτου, ίσως να διατηρεί μια οντολογική προτεραιότητα έναντι των υπολοίπων.

Δάσκαλοι ανέραστοι


Οι άνθρωποι μεγαλώνουν νωρίς όταν από μικροί αναγκάζονται να μπουν στη μάχη. Καταφέρνουν τελικά να «κολυμπούν», αφού δεν γίνεται αλλιώς, αλλά όπως όποιος έχει μάθει κολύμπι σε ναυάγιο: με ανερμάτιστες, άτεχνες και κουραστικές κινήσεις, με το συνεχές άγχος για την ανάσα, με το φόβο του επικείμενου θανάτου.
Για πολλούς, η ενηλικίωση δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κολύμπι στα βαθιά. Με χέρια τη λογική και πόδια τα συναισθήματα, συνήθως με τις παιδικές μας αποτυχίες ως μόνιμα κρεμασμένα βαρίδια. Και με φιάλη οξυγόνου τα ψυχοφάρμακα, αν κάποτε κουραστούμε και αφεθούμε να πάμε προς τον πάτο.
Κάποιοι καλοί φίλοι έρχονται και κολυμπούν στο πλάι σου όσο έχουν ανάσα. Αφθονούν βεβαίως και οι άλλοι, «φίλοι» κι αυτοί, πρόθυμοι να σε βοηθήσουν, αλλά πολύ απρόθυμοι να ρωτήσουν και να σε καταλάβουν. Αυτοί καταλήγουν να σου τραβούν με έγνοια τα πόδια προς τα κάτω. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς κακός για να μας κάνει κακό. Αν πάλι σταθούμε τυχεροί, κάποιοι, ως ναυαγοσώστες, θα μας πάρουν ηρωικά στην πλάτη τους – και πολύ μεγάλο μπράβο τους! 
Θα μας έκανε βεβαίως καλό να (ξανα)μάθουμε μια μέρα να κολυμπάμε ξεκούραστα. Επειδή όμως πρόκειται για το μεγάλο μας κατόρθωμα, κινδυνεύουμε να παραμείνουμε αθεράπευτα ερωτευμένοι με τα ναυάγια. Όχι μόνο ασφαλείς, αλλά και ερωτεύσιμες είναι οι αλυσίδες, αρκεί να θάβονται κάτω από μπόλικα ροδοπέταλα.
Μα για σταθείτε ρε παιδιά, πού είναι οι απλοί καλοί δάσκαλοι ενηλικίωσης; Μήπως δεν υπήρξαν ποτέ; Είναι τόσο σπάνιοι; Αν όχι, πού χάνονται;
Αν είναι να μυηθούμε επιτυχημένα σε κάτι που το αγνοούμε εντελώς, το πρώτο και αναντικατάστατο είναι όχι η γνώση, αλλά η αποκάλυψη, άρα και η ανταμοιβή, που η πρώτη εμπειρία μάθησης θα μας προσφέρει. Το παιχνίδι είναι το κεντρικό συστατικό της μάθησης της ζωής σε όλα τα επίπεδα. Έχει αναντικατάστατη βιολογική αξία. Μέσα από το παιχνίδι, το ευάλωτο ανθρώπινο νήπιο μαθαίνει τα θεμελιώδη της ζωής διασκεδάζοντας, χωρίς άγχος, χωρίς να κινδυνεύει να πληγωθεί  θανάσιμα – τι  σπατάλη που κάτι τέτοιο θα ήταν! Μέσα από το παιχνίδι ο εγκέφαλος χτίζει τη θεωρία του για τη ζωή, μέσα από τα όνειρα προπονείται για την πράξη. Η εσωτερική αποθήκη πληροφοριών των γονιδίων εμπλουτίζεται από την εξωτερική αποθήκη πληροφοριών: τη μάθηση του κόσμου που θα ζήσουμε. Γι’ αυτό και η μάθηση του σχολείου, σε μια καρέκλα, έχοντας απέναντι κάποιον που μάς παρέχει στεγνές πληροφορίες, είναι μια αφύσικη διαδικασία για τον παιδικό εγκέφαλο. Το στεγνό σχολείο βιάζει τη μάθηση εξίσου όσο και το ναυάγιο.
Αν ποτέ βάλουμε σοβαρή υποψηφιότητα για το βαρύ τίτλο του δασκάλου, ένα πρέπει να θυμόμαστε: να μην είμαστε ανέραστοι! Η ανώτερη διδασκαλία είναι απλώς και μόνο επαγωγή έρωτα. Ο καλός δάσκαλος κολύμβησης, θα κάνει τους μαθητές του να ερωτευθούν τόσο το κολύμπι, ώστε να πίνουν κιλά νερό με λαχτάρα από άγνοια ως προς το πώς να μη βουλιάζουν… Η καλή δασκάλα χορού θα με κάνει με καταμελανιασμένα τα πόδια μου να της ζητώ επίμονα να ξαναχορέψω… Ο καλός θεραπευτής, να φύγω προς τη ζωή μου με λαχτάρα για να τη ζήσω. Πρώτα να τη ζήσω και μετά να την απολαύσω. Να την απολαμβάνω επειδή τη ζω. Το ίδιο κι ένας καλός διεκπεραιωτής της ενηλικίωσής μας. Όχι απλός γεννήτορας, ούτε όμως κι αιώνιος κηδεμόνας.

Οι νευροεπιστημονικοί μύθοι


Πριν από μόλις 70 χρόνια υπήρχαν καταγραμμένες επίσημα στα ιατρικά βιβλία περίπου 100 διαφορετικές ψυχιατρικές διαγνώσεις. Το 2013, έφτασαν σε πάνω από 500! Τι συνέβη; Οι πρώτοι ψυχίατροι ήταν τόσο πρωτόγονοι ώστε να μη γνωρίζουν ακόμη ούτε τα μισά από όσα γνωρίζουμε σήμερα; Η μήπως τα επαναλαμβανόμενα καθημερινά προβλήματα στη ζωή μας λόγω των όσων μας πληγώνουν, των απωλειών, των κακών σχέσεων με τους άλλους και τελικά της εικόνας που έχουμε για τη ζωή μας, τον εαυτό μας και τον κόσμο, έχουν μετατραπεί σε ασθένειες χωρίς πραγματικά να είναι;
Η ψυχιατρική επιστήμη αλλάζει συνέχεια. Ιδού μερικές παρωχημένες απόψεις, που στην εποχή τους αποτελούσαν βεβαιότητες μεταξύ των επιστημόνων, με πολλές από αυτές να επιμένουν μέχρι και σήμερα:
-«Ο αυτισμός προκαλείται από την ψυχρή συναισθηματική στάση της μητέρας προς το παιδί».
-«Η πορνεία είναι ένα γενετικά καθορισμένο χαρακτηριστικό».
-«Ο εγκέφαλος είναι ένα μαύρο κουτί για το οποίο τίποτα δεν μπορούμε να μάθουμε».
-«Ο κόσμος μπορεί να περιγραφτεί πλήρως από τη χημεία μέσα στον εγκέφαλό μας».
-«Τα ψυχολογικά προβλήματα μπορούν να ελεγχθούν, αρκεί να υπάρχει ισχυρή θέληση».
-«Οι κακότροπες συμπεριφορές των παιδιών προκαλούνται από υποκείμενη μανιοκατάθλιψη που θα εκδηλωθεί αργότερα».
-«Κεντρική θέση στη γυναικεία ψυχολογία καταλαμβάνει ο φθόνος του αντρικού πέους».
Το βασικό λάθος που κάνουμε είναι να παγιδευόμαστε σε ένα πολύ απλοϊκό τρόπο σκέψης. Ότι κάτι είναι είτε άσπρο είτε μαύρο. Κάποιοι πιστεύουν, δηλαδή, ότι αν κάποιες από τις 500 διαγνώσεις είναι οργανικές αρρώστιες, δηλαδή αρρώστιες των κυττάρων, των συνδέσεων ή της χημείας του εγκεφάλου, τότε και όλες οι άλλες επίσης θα πρέπει να είναι. Και κάποιοι άλλοι, ότι αν κάποιες από αυτές είναι κοινωνιογενείς, μαθησιακές ή χαρακτηριολογικές διαταραχές, τότε και πάλι όλες θα πρέπει να είναι έτσι. Αυτό όμως δεν είναι πολύ έξυπνο…
Ένα μεγάλο χάσμα υπάρχει ανάμεσα στην ψυχολογία, την ψυχιατρική και τη φιλοσοφία, χάσμα που δεν βοηθά την πρόοδο της επιστήμης. «Θα μπορούσαμε να βρούμε ιλαρή αν δεν ήταν λυπηρή την παρούσα κατάσταση, όπου ο ψυχαναλυτής ερμηνεύει και με τον τρόπο αυτό πολλές φορές λύνει ένα υστερικό σύμπτωμα ενώ δίπλα ο ψυχίατρος ξεπαστρεύει ένα παραλήρημα χορηγώντας μια ειδική ουσία σε μελετημένες δόσεις και σε ένα τρίτο κτίριο, ο φιλόσοφος ομιλεί περί της σχέσεως της ψυχής με το σώμα και στη συνέχεια τα τρία αυτά πρόσωπα στραβοκοιτάζονται και αποφεύγουν ο ένας τον άλλον στην αυλή...» Αυτά έγραφε στα «Σταυροδρόμια του λαβυρίνθου» ο Κορνήλιος Καστοριάδης περί τα 1980.
Ο κόσμος είναι και ύλη και ενέργεια και πληροφορία. Ο άνθρωπος είναι στη μοναδική θέση να τον δει και από τα τρία αυτά παράθυρα. Όλα, κοιτάνε στο ίδιο δωμάτιο. Η επιστήμη στηρίζεται στην αμφιβολία και την αυτοαναίρεση και αυτό δεν είναι αδυναμία αλλά το θεμελιώδες προτέρημά της. Όλα έχουν να κάνουν με την προσαρμογή μας σε συγκεκριμένες συνθήκες και τα συμφραζόμενα είναι που καθορίζουν τη συμπεριφορά μας. Τα ζωικά είδη, τα νευρικά συστήματα, οι ψυχές μας και οι πολιτισμοί αναπτύσσονται συμβιωτικά, όπως ο κισσός με τον κορμό ενός δέντρου. 



Φοβία της πτήσης



Η φοβία πτήσης είναι εντελώς παράλογη αλλά όχι ανεξήγητη. Με βάση τις διάφορες στατιστικές, η πιθανότητα να βρεθούμε μέσα σε αεροπορικό δυστύχημα ως επιβάτες μιας πτήσης είναι αδρώς της τάξης του ~1 στις 20.000.000. Η πιθανότητα θανάτου μας εφόσον αυτό συμβεί είναι ~1 στις 2 . Διαιρώντας, η πιθανότητα γίνεται ~1 στις 40.000.000. Η φοβία πτήσης δημιουργείται μέσα από την αυτόματη σκέψη ότι η προαναφερθείσα πιθανότητα, έστω και μικρή, δεν ισούται με το απόλυτο μηδέν. Όμως, η πιθανότητα θανάτου μας ανά πάσα στιγμή, ποτέ δεν είναι μηδέν, οι σαρκαστές λένε πως η ζωή είναι μια θανατηφόρα ασθένεια. Η μέση πιθανότητα να πεθάνουμε στο επόμενο έτος ζωής μας εξαιτίας οποιουδήποτε αιτίου όταν είμαστε 40 ετών είναι ~1 προς 750 (και διπλασιάζεται περίπου κάθε 8 χρόνια αύξησης της ηλικίας μας). Για τους σαραντάρηδες, η πιθανότητα θανάτου την επόμενη μέρα είναι ~1 προς 270.000, στην επόμενη ώρα ~1 προς 6.600.000 και για τις επόμενες 3 ώρες (όσο η διάρκεια ενός μέσης απόστασης αεροπορικού ταξιδιού, ~1 προς 2.200.000. Άρα, αν είσαι 40 χρονών, σε κάθε αεροπορικό σου ταξίδι η διαφορά στην πιθανότητα θανάτου σου αν είσαι εντός αεροπλάνου είναι περίπου όσο αυτή μεταξύ του 42 και του 44. 
Αν το σκεφτούμε όμως λίγο καλύτερα, η πρόβλεψη που κάνεις για το θάνατό σου, όσο και βασανιστική αν γίνεται, είναι ακριβώς η πρόβλεψη που δεν μπορείς ποτέ να επαληθεύσεις στο 100%. Διότι η επίτευξη του απόλυτου ποσοστού ταυτίζεται με την αδυναμία επαλήθευσης. 
Οι περισσότεροι στο αεροπλάνο δεν φοβόμαστε το θάνατο, αλλά τη σκέψη του θανάτου, με την τρομακτικότερη μορφή αυτής να είναι η σκέψη του άμεσα επικείμενου θανάτου. Στους περισσότερους αιφνίδιους θανάτους, μεταξύ των οποίων και τα δυστυχήματα, τα θύματα δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν οτιδήποτε, αλλά στο αεροπλάνο ενδέχεται αυτό να συμβεί. Έτσι, οι απειροελάχιστες πιθανότητες, όπως αναλύθηκαν παραπάνω, μεγιστοποιούνται στο μυαλό μας. Επί της ουσίας όμως, εάν φοράμε τη ζώνη μας στο αεροπλάνο, το μόνο ατύχημα που με σοβαρές πιθανότητες μπορεί να μας συμβεί είναι να χυθεί ο καφές στο πουκάμισό μας σε κάποια ανατάραξη.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Η λυπητερή ιστορία του κυρίου 3 και της κυρίας 4





Μια φορά κι ένα καιρό, ο κύριος «3» γνώρισε την κυρία «4». Ο κύριος «3» και η κυρία «4» γίναν φίλοι, πήγαιναν παντού μαζί, όλα τα έκαναν μαζί. Όποιος έκανε παρέα με τον ένα, απαραίτητα θα έκανε και με τον άλλο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μια μέρα ο κύριος «3» και η κυρία «4» αποφάσισαν να γίνουν ένα, άλλωστε δεν τους φαινόταν να υπάρχει νόημα πια στο να παραμένουν όπως ήταν. Έγιναν λοιπόν οι «7». Πέρασε καιρός, πολύς καιρός, και κανείς δεν θυμόταν, ούτε κι οι ίδιοι σχεδόν, ότι κάποτε υπήρχαν ως κύριος «3» και ως κυρία «4».
Ιστορία όμως κύλησε στο αυλάκι, η ζωή άλλαξε, γεγονότα μεσολάβησαν. Για να μην πολυλογούμε, οι «7» αρχικά θυμήθηκαν, μετά νοστάλγησαν και τελικά αποζητούσαν διακαώς, τους παλιούς εαυτούς τους. Φούντωσε μέσα τους δηλαδή η αντίστροφη επιθυμία, να χωρίσουν και να επιστρέψουν σε αυτό που ήταν τώρα σίγουροι πως τους ταίριαζε καλύτερα: να ξαναγίνουν, ο κύριος «3» και η κυρία «4» και να συνεχίσουν την πορεία τους έτσι.
Άρχισαν λοιπόν μια μέρα να τραβάνε, να ξεχειλώνουν, να ξανατραβούν, με ιδρώτα, με αιμορραγία – δεν ήταν, βλέπετε, καθόλου εύκολος ο αποχωρισμός. Με ανείπωτο πόνο, σαν τελευταία ωδίνη τοκετού, κατάφεραν να αποχωριστούν.
Μόλις όμως συνήλθαν, φρίκη τους έπιασε, διότι συνέβαινε κάτι που ποτέ δεν το περίμεναν: όπως ήταν ξεκάθαρο στον καθρέφτη, ο κύριος «3» είχε γίνει ο ιδιαίτερα μισητός του κύριος «5», κάτι στο οποίο μάλιστα συμφωνούσε και η κυρία «4», που ωστόσο αυτή είχε γίνει η μισητή της κύρια «2», όπως πράγματι συμφωνούσε κι ο πρώην κύριος «3»!...


Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Γυναίκα*

https://pixabay.com/images/id-4123577/


Όλα σε υπαινίσσονται
κι ας μη γραφτούν ποτέ οι τρεις σου συλλαβές.
Πλευρά μου δεν είσαι
Είμαι εγώ το χέρι σου
Μήνες εννιά
με αποπλάνησες, Μανούλα
Ας μη με είχες δει
μου έταζες παντοτινή ανεμελιά
Χρόνους εννιά μετά, με δίκαζες, Μαμά
Για την ασχήμια μου
Για την αφέλειά μου
Σκεπάζουν οι χρονονιφάδες τις κουκλίτσες σου, Μαμά
κι εμείς νομίζουμε ότι μας χαϊδεύουν
Ύστερα, Αφροδίτη, αποφαίνεσαι, σε χρόνο συνεχή:
«να γλυκοπονάτε σ' αγγίγματα δίκοπα
να σέρνεστε στου πόθου σας τ΄ αγκάθια και τα κρόκαλα
από τ’ αγέρωχα άσπρα μου άλογα
ώσπου ν’ αποσωθεί η σάρκα σας
και να φανούν τα κόκκαλα!»
Σε σένα ανήκουν μάνα, Μάνα γη
που μας σαγηνεύεις να σε σώζουμε
ηδυπαθείς να μας ξανασκαρώνεις!
Με τόσα δάκρυα, εσύ καημένη, δεν ξεδιψάς
Μεθάς! Και γράφεις, γράφεις μοίρες
Θάνατος αξόδευτος ούτε ένας
Στην ποίησή σου υποκλινόμενος με δέος
θα εξοφλήσω, παραχρήμα και ασμένως, κάθε χρέος


*Το ποίημα ανήκει στην υπό έκδοση ποιητική συλλογή "Φυλλομέτρηση"

Όσα βλέπουμε με το μυαλό

https://pixabay.com/images/id-140269/


Όταν κοιτάμε κάποιον στα μάτια δεν βλέπουμε μόνο δύο χρωματιστές σφαίρες αλλά και την ιστορία του. Το μάτι μας περιέχει μόνο την παρούσα στιγμή, η οποία διαρκώς διαγράφεται από μια καινούρια, όμως ο εγκέφαλός περιέχει κι όλες τις προηγούμενες στιγμές: όλα τα μάτια που έχουμε ποτέ κοιτάξει, όσα μάθαμε για τους κατόχους τους και όσα ξέρουμε για τα συγκεκριμένα μάτια που κοιτάμε. Αν μάλιστα, όταν κοιτάμε κάποιον στα μάτια, δεν βλέπουμε μια γνωστή ιστορία, αλλά μόνο την ιστορία που εμείς φανταστήκαμε, τότε ισορροπούμε στο απόγειο του πολιτισμού του «δυτικού» ανθρώπου. Η Μόνα Λίζα χαμογελά κάθε φορά με μοναδικό τρόπο σε κάθε ξεχωριστό θαυμαστή της και δυτικότερα από εκεί, δεν υπάρχει!
Η αφήγηση μιας ιστορίας με μια εικόνα συμβαδίζει με την άποψη ζωής του «εγκεφαλικού» δυτικού ανθρώπου. Στον αρχαίο κόσμο π.χ. τα μάτια στα αγάλματα δεν έλεγαν καμία ιστορία, αλλά ήταν απλά δύο ημισφαίρια ίδιου χρώματος με το υπόλοιπο. Τα βασικά είδη των κινήσεων που μπορούν να κάνουν τα μάτια μας διαφωτίζουν και τα φυσικά, τα αναλλοίωτα από τον πολιτισμό, ενδιαφέροντα του ανθρώπου: οι κινήσεις παρακολούθησης ενός αντικειμένου στο οπτικό πεδίο μας είναι αυτόματες και πλάθουν τον χάρτη του έξω κόσμου. Ενώ οι κινήσεις στις οποίες στρέφουμε το βλέμμα σε συγκεκριμένο στόχο, είναι απότομες και γίνονται μόνο κατ’ εντολή της προσοχής μας, του μυαλού μας, δηλαδή των προσδοκιών και των απαιτήσεών μας.
Η όραση, δηλαδή η ανίχνευση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, μας φέρνει πιο κοντά στη συμπαντική και πιο μακριά από τη γήινη φύση του κόσμου μας, ενώ είναι μαζί και η αίσθηση στην οποία ο εγκέφαλος παρεμβαίνει πιο πολύ. Η φράση «κλείνω τα μάτια για να απολαύσω» δεν έχει αντίστοιχο στις άλλες αισθήσεις. Δεν κλείνουμε τα αυτιά, δεν κλείνουμε τη μύτη, δεν κλείνουμε το στόμα, δεν αποτραβιόμαστε, παρά μόνο ακριβώς για να αποφύγουμε μια αίσθηση, όπως είναι το φυσικό για τις άλλες αισθήσεις.
Από την άλλη, η δύναμη της εικόνας επιζητείται μόνο όταν η δύναμη της ιδέας αρχίζει να εξασθενεί, αφήστε δε που η τελευταία ήδη επιζητούσε να περιγράψει κάτι που άλλοτε ήταν αυτονόητο και δεν χρειαζόταν καμία περιγραφή. Ας μην ξεχνούμε ότι κατά το πρώτο κύμα εξάπλωσης του χριστιανισμού δεν υπήρχαν εικόνες και οι ιερωμένοι δεν είχαν ειδική αμφίεση. Επίσης, σήμερα, και η επιστήμη κινητοποιεί τα αντανακλαστικά μας μέσω εικόνων παρά μέσω του λόγου της: το ανέμελο κούρεμα του Αϊνστάιν, τα πράσινα των χειρουργών και οι λευκές ποδιές των παθολόγων, οι γραβάτες των δικηγόρων, το... τσιμπούκι του Φρόιντ. Αυτά δεν είναι καλός οιωνός ούτε και γι’ αυτήν… 

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Ένα εισιτήριο του μετρό


Ένα λευκό εισιτήριο του μετρό είναι μια απραγματοποίητη δυνατότητα. Μπορείς με ένα τέτοιο να διαλέξεις ανάμεσα σε εκατοντάδες διαφορετικές διαδρομές, σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, φυσικά όποια μέρα θέλεις.
Τη στιγμή που το επικυρώνεις, την ώρα που το μηχάνημα βάζει τη σφραγίδα του, το εισιτήριό σου γεννιέται. Τα γονίδια του λένε ότι νομοτελειακά θα πεθάνει μετά από 90 λεπτά. Η μόνη δυνατότητα που έχει -που εσύ έχεις ως κύριός του- είναι πλέον το ποια έξοδος θα επικυρώσει το πέρασμά του από τη ζωή του.
Μάλιστα λοιπόν, όταν μας φέρνουν στη ζωή συμβαίνει κάτι παρόμοιο, με μια διαφορά. Αυτοί που επικύρωσαν την αρχή μας δεν είναι οι ίδιοι με αυτούς που θα επικυρώσουν το τέλος μας. Αν οι γονείς ήταν οι πρώτοι, για την τελική επικύρωσή μας κατά κανόνα πρέπει να βρούμε άλλους. Τους αναζητούμε με αγωνία στις κουβέντες και στις ματιές μας, ψάχνουμε για κάτι έστω και ελάχιστα πέρα από τα ρομποτικά «καλημέρα», «καλησπέρα», «τι κάνεις», «καλά», «το παλεύω» και «υπομονή». Ή τα «χάλια» και τα «όχι καλά», για τους λιγότερους που τολμούν να το πουν και να μείνουνε έκθετοι στην αμήχανη βιασύνη του άλλου να φύγει για να γλιτώσει το χασομέρι μαζί σου, που σου ήρθε να πάρεις τον τυπικό χαιρετισμό του στα σοβαρά.
Κάθε καλημέρα μας είναι και μια ζωντανή ελπίδα, ότι σήμερα κάποιος θα μας κάνει τις ουσιαστικές ερωτήσεις και εμείς θα δώσουμε τις ανακουφιστικές απαντήσεις. Αφήστε που όσο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ανεβάζουμε επιμελώς τη ζωή μας σε διαδικτυακά παράθυρα. Χωρίς κουρτίνες... Άλλωστε, τα μέσα δικτύωσης επιτυγχάνουν ακριβώς στο βαθμό που ευοδώνουν την πολυπόθητη έκφραση της μοναδικότητάς μας. Άλλο που επειδή κρυβόμαστε ευκολότερα, αυτό λειτουργεί αντίθετα, προς την αποφυγή της αυθεντικότητας, ώστε τελικά να επικυρώνουμε κάποιον ψεύτικο ή κάποιον ανύπαρκτο εαυτό.
Για την πολυπόθητη επικύρωση της ζωής μας, φαίνεται ότι δεν μας φτάνει η ατομική μας μαρτυρία, αλλά έχουμε την ανάγκη να συναντηθούμε και να αλληλεπιδράσουμε με άλλους. Πώς και γιατί προκύπτει αυτή η παρόρμηση και αν είναι τόσο καλή, δεν έχω σιγουρευτεί. Ίσως στα κατώτερα είδη να είναι απλά το ζητούμενο ανανέωσης των γονιδίων, ενώ οι ανάγκες που βαφτίζονται με τον βαρύγδουπο τίτλο «υπαρξιακές» μπορεί να είναι σκέτα η εξέλιξη ή και η διαστρέβλωση, αυτού του ζητούμενου, μέσα στο ανθρώπινο κουβάρι, που διαρκώς μπερδεύει και ξεμπερδεύει τον εαυτό του, σε μια ηλιόλουστη γωνιά του σύμπαντος.
Η μεγαλύτερη λαχτάρα μας δεν είναι η αθανασία, η γνώση, η δόξα, η νεότητα, η αισθητική απόλαυση. Το ύστατο αίτημα της ύπαρξης είναι η σύνδεση κι ο υπέρτατος πόνος της η μοναξιά. Κι όλα αυτά που προανέφερα είναι μια προσπάθεια απάντησης σε ένα ερώτημα: γιατί εδώ και ένα χρόνο όπως αισίως κλείνουμε, κάνω τις ραδιοφωνικές επισυνάψεις; Γιατί κάνουμε παρέες, εφημερίδες, ραδιόφωνο, μέσα δικτύωσης; Γιατί σχέσεις; Οι επισυνάψεις μου είναι προφανώς και επικυρώσεις.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Τα συναισθηματικά μας απολιθώματα


Το να αποκτά κανείς ένα πολύ πιο παρορμητικό χαρακτήρα στο πλαίσιο της αρχικής φάσης της άνοιας, είναι πολύ συχνό φαινόμενο στους ανθρώπους του πολιτισμού μας, που συνήθως κυριαρχούμαστε από τα εσωτερικά και εξωτερικά κελεύσματα για ορθολογική συμπεριφορά ακόμη και αν αυτή δεν πηγάζει γνήσια από τα μέσα μας. 
Ασκούμε διαρκώς αυτο-έλεγχο στον εαυτό μας με την προϋπόθεση ότι ο εγκέφαλος μας, τα φρένα μας, έχει την υγεία για να το κάνει. Αν όχι, τότε στην ακραία εκδοχή της, η απώλεια της νευρολογικής ισορροπίας με την οποία κανείς πέρασε το μεγαλύτερο μέρους της ζωής του μπορεί να οδηγήσει στο θεαματικό φαινόμενο της ανάδυσης ενός μη προϋπάρχοντος καλλιτεχνικού ταλέντου! Τέτοιοι ασθενείς έχουν πράγματι αναφερθεί στην ιατρική βιβλιογραφία της άνοιας. Κατά την αρχική φάση της νόσου, οι ασθενείς αυτοί χάνουν την ικανότητα της συμβολικής σκέψης, οπότε η προσοχή τους π.χ. όταν κοιτούν ή ζωγραφίζουν μια εικόνα στρέφεται περισσότερο προς το οπτικό και συναισθηματικό της περιεχόμενο και όχι στη σημασία της. Έτσι, αναπτύσσουν παροδικά μια «πιο ρομαντική οπτική» προς την πραγματικότητα.
Πράγματι, στην εποχή μας, ο «απόλυτος» επιστήμονας θα ήταν ο ψύχραιμος ρεαλιστής, με κυριαρχία του ορθολογισμού του, έμφαση στη συνθετική προσέγγιση και αντίσταση στις παρορμήσεις, ενώ ο «απόλυτος» καλλιτέχνης θα ήταν ο αυθόρμητος σουρεαλιστής, με κυριαρχία των παρορμήσεών του και με αδιαφορία για την απουσία αιτιολογικών ακολουθιών και συνθέσεων! 
Έχω γνωρίσει, λοιπόν, πολλούς ασθενείς με ατροφία του εγκεφάλου τελικού σταδίου (άνοια). Η επίδραση της εξελιγμένης φαιάς ουσίας στη συμπεριφορά τους εξασθενεί κι έχει απομείνει μόνο η παλιά νευρολογική φρουρά. Προοδευτικά, καθώς αυτή επίσης ατονεί, καθώς δηλαδή απομένουν μόνο με τα κατώτερα εγκεφαλικά κέντρα, τον περισσότερο χρόνο διακατέχονται από ένα στερεότυπο τρόπο πρόσληψης του κόσμου, λίγο-πολύ άσχετο με τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. 
Μαζί με τη συνήθως οριστική καθήλωσή τους στο κρεβάτι τους, μοιάζουν να μετατρέπονται προοδευτικά σε κάποιο είδος συναισθηματικού απολιθώματος: φόβου, ενίοτε τρόμου, εναντίωσης, απάθειας ή θρήνου. Ίσως το κυρίαρχο συναίσθημα που επέλεξαν στη ζωή τους, ίσως αυτό στο οποίο παραδόθηκαν, ίσως αυτό που τους νίκησε, μα ίσως και αυτό που κατέκτησαν.
Εχθές συνάντησα την κ. Ελπίδα. Διαπίστωσα πως η κ. Ελπίδα περνά όλη τη μέρα της πάνω στο κρεβάτι της, στέλνοντας φιλιά. Ζεστά φιλιά προς γνωστά και άγνωστα πρόσωπα – όλα της φαντασίας της. Τη δική μου παρουσία ούτε καν την αντιλήφθηκε. Ναι, αρκετές φορές, όχι και πολύ συχνά ομολογουμένως, συναντώ και απολιθώματα αγάπης!...