Αναφορικά με την προετοιμασία της χώρας μας απέναντι σε πιθανή επιδημία κορωνοϊού, καλό είναι να τονιστούν κάποιες όψεις (1), όπως προκύπτουν από τους αριθμούς, οι οποίες δεν διασαφηνίζονται επαρκώς.
Τα ζητήματα που θέτει η νέα επιδημία είναι τριών κατηγοριών: ιατρικά, διοικητικά και οικονομικά. Η ιατρική πλευρά της επιδημίας είναι συγκριτικά ελαφρά ως προς το κόστος της σε ζωές και αναπηρίες. Η θνησιμότητα καταγράφεται όντως χαμηλή και ευνοϊκά συγκρίσιμη με αυτή της γρίπης. Αλλά αν επικεντρωθούμε μόνο στη θνησιμότητα, χάνουμε την ουσία. Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο εχθρό δεν είναι ότι είναι «κεραυνοβόλος», αλλά ότι είναι… επιπρόσθετος. Εδώ, όπως και με κάθε ανυπολόγιστο μέχρι πρότινος από την υγειονομική πολιτική νοσογόνο κίνδυνο, το ζήτημα εκτός από τη θνησιμότητα είναι εξίσου και η νοσηρότητα, δηλαδή η χρήση υπηρεσιών υγείας, η ανάγκη νοσηλείας και βεβαίως, η απώλεια παραγωγικότητας.
Ο κορωνοϊός είναι ένας νέος εχθρός, που δεν έχει ενσωματωθεί στο «λογαριασμό» των ιατρικών αναγκών και των οικονομιών, γενικότερα. Αυτό είναι προφανώς λογικό αλλά απέχει πόρρω από την πρόταση «ησυχάστε, μοιάζει να είναι μια άλλη γρίπη». Είναι, αλλά είναι μια επιπρόσθετη γρίπη, για την οποία μάλιστα δεν υπάρχει ούτε εμβόλιο, ούτε αντιικό και πιθανώς και ούτε και κρεβάτια ή γιατροί.
Όπως φαίνεται, μια κρίση λόγω του ιού, αν επέλθει, κινδυνεύει να επέλθει κυρίως με την εκρηκτικότητα της ανάπτυξης των κρουσμάτων. Αν υπολογίσουμε πως η Ελλάδα διαθέτει περίπου 600 ενεργά κρεβάτια σε ΜΕΘ και αυθαίρετα δεχτούμε ότι η πληρότητά τους είναι στο 50% (δηλαδή ότι θα συνεχίζουν προφανώς να απαιτούνται και για άλλα νοσήματα) μένουμε με 300. Πληρότητα πιθανότατα και υποεκτιμούμενη, αλλά ας δεχτούμε ότι με αυστηρά μέτρα μπορεί και να φτάσει σε αυτά τα επίπεδα. Αν, βάσει των δεδομένων από την Ιταλία, η πιθανότητα νοσηλείας σε ΜΕΘ λόγω του κορωνοϊού είναι περίπου 20% των πνευμονιών και 5% του συνόλου των καταγραφόμενων κρουσμάτων και δεχτούμε π.χ. τη 1 εβδομάδα μέσο όρο απαιτούμενης νοσηλείας στη ΜΕΘ, τότε, το όριο κατάρρευσης του συστήματος θα ήταν οι 30 εισαγωγές σε ΜΕΘ την ημέρα, που θα αντιστοιχούσαν σε περίπου 400-600 καταγραφόμενα κρούσματα κορωνοϊού, σοβαρά και μη (εκ των οποίων τα περισσότερα βεβαίως δεν θα νοσηλευτούν αλλά θα μονωθούν σπίτι τους).
Ο οριακός αριθμός των 400-600 κρουσμάτων την ημέρα είναι πράγματι αρκετά μεγάλος και θα απαιτηθεί σημαντική ολιγωρία της διοίκησης και απειθαρχία των πολιτών ώστε να τον φτάσουμε. Αλλάζοντας τις παραδοχές στο παραπάνω μοντέλο, μπορεί κανείς να τον μικρύνει ή να τον μεγαλώσει σημαντικά.(2) Πάντως ο αριθμός αυτός προϋποθέτει βεβαίως την έγκαιρη και αποτελεσματική μόνωση όλων των κρουσμάτων ή/και καραντίνα των επαφών τους, αλλά και την έλλειψη αρνητικών εκπλήξεών μας ως προς τα σημερινά δεδομένα. Αν πάλι υποθέσουμε ένα από τα χειρότερα παγκόσμια σενάρια αποτυχίας των προβλέψεων και των μέτρων καραντίνας και μόνωσης, όπου τελικά στην πορεία του χρόνου θα μολυνθεί έστω το 20% του πληθυσμού (πριν ανακαλυφθεί π.χ. εμβόλιο ή/και θεραπεία), αυτό θα σήμαινε δεκάδες χιλιάδες νοσηλείες στις ελληνικές ΜΕΘ, νοσηλείες που με τους διαθέσιμους πόρους θα έπρεπε να κατανεμηθούν σε ορίζοντα ετών για μην προκαλέσουν κατάρρευση στο εθνικό σύστημα υγείας μας. Σε τέτοια ακραία περίπτωση ακριβώς το ζήτημα της κατανομής των κρουσμάτων στο χρόνο είναι ένας κεντρικός στρατηγικός στόχος.
Η άμεση προτεραιότητα πάντως είναι ότι ακόμη και για μία εβδομάδα αν καταγραφούν τέτοιοι αριθμοί (και μετά με επιτυχημένα μέτρα μόνωσης μειωθούν) αυτό και πάλι αρκεί για να προκαλέσει παραπανίσιους θανάτους, κατάρρευση της οργάνωσης, κόπωση και κατάρρευση του υγειονομικού προσωπικού και έτσι, γενικώς μια τεράστια κρίση, υγειονομική, διοικητική και οικονομική. Και μια αναμονή επικείμενης καταστροφής που θα επηρεάσει το κλίμα για εβδομάδες.
Έτσι, καταλήγουμε στην τρίτη κατηγορία προβλημάτων: την κατάρρευση της ζήτησης αγαθών και ενδεχομένως και την κατάρρευση της παραγωγής, που θα προκαλέσει πιέσεις προς πληθωρισμό τιμών (των αναγκαίων αγαθών) εν μέσω μειωμένης ζήτησης. Αν από την άλλη δεν ληφθούν αυστηρά μέτρα και γενικώς τηρηθεί στάση εφησυχασμού, τότε τα κρούσματα θα κινδυνεύουν να φτάσουν τα παραπάνω όρια. Η ισορροπία (3), δηλαδή, ανάμεσα στην κινητοποίηση και το μετριασμό του θέματος είναι ένα πολιτικά πολύ κρίσιμο ζήτημα εν μέσω τόσων άλλων πολιτικά κρίσιμων ζητημάτων της παρούσας συγκυρίας.
Φυσικά, ο υπολογισμός αυτός είναι αδρός και οι παραδοχές επισφαλείς, αλλά όχι αβάσιμος. Ανησυχία, βαθμού μετρίου λοιπόν!
--------------------------------
1. Πέρα από τους καταλόγους με τα τυπικά μέτρα πρόληψης που μπορεί κανείς να βρει παντού, καταθέτω εδώ συμπληρωματικά τη γνώμη μου ως προς απλά μέτρα που δεν έχουν τονιστεί τόσο.
Η χρήση χειρουργικής μάσκας σε κάθε δημόσιο χώρο δεν προσφέρει τόσο επιτυχημένα την ατομική προφύλαξη, όσο την προστασία των άλλων, από τα δικά μας σταγονίδια, σε περίπτωση που μολυνθήκαμε και δεν το ξέρουμε. Ίσως ανάλογα με την εξέλιξη των κρουσμάτων να καταστεί υποχρεωτική.
Η μόνιμη παραμονή των παραθύρων ανοιχτών σε όλους τους κλειστούς εργασιακούς χώρους είναι επίσης ένα πολύ απλό στην εφαρμογή του μέτρο.
Τέλος, θα συνιστούσα τη διακοπή όλων των πιθανόν επιβλαβών εν μέσω επιδημίας καθημερινών μεσογειακών σωματικών εκδηλώσεών μας, όπως περιττά φιλιά, αγκαλιές, χειραψίες, μοίρασμα φαγητού από το ίδιο πιάτο (δεν τα ξεχνάμε, θα τα χρωστάμε διπλά εν καιρώ!)
2. Με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθώ τα νούμερα από τη νότια Κορέα από όπου προκύπτει ότι οι θάνατοι και η κρίσιμη νοσηρότητα βρίσκονται στο ένα πέμπτο της μέτρουμενης σχεδόν σε όλες τις υπόλοιπες χώρες. αλλά βλέποντας τον αριθμό των τεστ που έχουν διενεργηθεί ανά εκατομμύριο πληθυσμού διαπιστώνεις ότι αυτοί έχουνε κάνει σχεδόν δεκαπλάσιο αριθμό τεστ!. Από αυτό προκύπτει ότι αν το δείγμα τους είναι αντιπροσωπευτικό και δεν αφορά π.χ. μόνο νέους ανθρώπους (η ηλικία του πληθυσμού σε μεγάλο βαθμό μοιάζει με τη δική μας αυτοί έχουν διάμεση τιμή περίπου τα 41 και εμείς περίπου το 45) τότε η λοίμωξη είναι πολύ υπερεκτιμημένη από τα σοβαρά κρούσματα των υπολοίπων χωρών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι αν το 30 το κάνουμε 1000 μπορούμε αυτόματα και να χαλαρώσουμε.
3. Η συμπεριφορά μας απέναντι στις πανδημίες βασίζεται στο βιολογικό αρχέτυπο της απέχθειας. Κάτω από αυτό κρύβεται ο νευροβιολογικός μηχανισμός της ανθρώπινης αηδίας, με τελικό εκφραστικό κρίκο τη ναυτία και τον εμετό, σωματικό ή ψυχικό. Ο μηχανισμός αυτός είναι εξίσου εξελιγμένος με το μηχανισμό των άλλων, πιο… «διάσημων» συναισθημάτων, όπως π.χ. ο πανικός ή η χαρά. Είναι γνωστό άλλωστε πως οι αυταρχικοί και ξενοφοβικοί ηγέτες της Ιστορίας ήταν στην προσωπική ζωή τους μανιώδεις ρέκτες της καθαριότητας.
Οι κοινωνίες που για διάφορους λόγους δοκιμάστηκαν άσχημα από σοβαρές πανδημίες, βγαίνουν ηττημένες όχι μόνο αναφορικά με τη φυσική απώλεια μελών τους, αλλά και αναφορικά με την ανοχή τους στο διαφορετικό. Στην περίπτωση αυτή, η απέχθεια στρέφεται προς το διαφορετικό, το ξένο και αλλότριο. Οι πανδημίες συντηρητικοποιούν μια κοινωνία με δύο τρόπους. Ο ένας είναι καθαρά μαθησιακός, θεωρητικός και βιωματικός, έχοντας να κάνει είτε με τη συνειδητή επίγνωση περί του «ποιος απ’ έξω φαίνεται πως μας έφερε τη νόσο» είτε, στις πολιτισμικά ωριμότερες, με την τεκμηριωμένη θεωρία που έχει αναπτυχθεί γύρω από τον τρόπο διάδοσης. Ο άλλος τρόπος συντηρητικοποίησης είναι δαρβινικός: από μια πανδημία, πράγματι επιβιώνει η πιο κλειστή, επιφυλακτική και απομονωμένη από κοινωνικές επαφές μερίδα ενός πληθυσμού.
Προς αποφυγή της πολυέξοδης και στις δυτικές κοινωνίες μάλλον και ανέφικτης, καθολικής καραντίνας, η σύγχρονη επιδημιολογία στηρίζεται στη θεωρία των ομφαλών. Ομφαλός είναι κάθε φορέας του νοσηρού που διαθέτει ασύμμετρα υψηλή πιθανότητα αναμετάδοσής του, λόγω των ιδιοτήτων και της θέσης του εντός του δικτύου. Η θεωρία έχει μάλιστα άμεση εφαρμογή και στην επιστήμη της προπαγάνδας• εδώ οι ομφαλοί μετονομάζονται σε διαμορφωτές γνώμης (opinion leaders και influencers). Ο εμβολιασμός, κατά προτεραιότητα –ή και κατ’ αποκλειστικότητα- που επικεντρώνεται στους ομφαλούς διασώζει κόστος και αυξάνει την αποτελεσματικότητα κάθε πρόληψης.
Σήμερα όμως, υπό προϋποθέσεις, καθένας από μας, με τρόπο απρόβλεπτο ώστε πράγματι να μπορούμε να παρέμβουμε προληπτικά, μπορεί να μετατραπεί ανά πάσα στιγμή σε ομφαλό σοβαρής πανδημίας. Ιών, μικροβίων ή… κακοήθων ιδεών. Έτσι, η απάντηση περί του τρόπου ανοσοποίησης που θα αποδώσει την κοινωνία αλώβητη (από τις φανερές μα και τις λανθάνουσες συνέπειες) δεν είναι ποτέ τόσο απλή όσο μας λένε τα εγχειρίδια.
--------------------------------
1. Πέρα από τους καταλόγους με τα τυπικά μέτρα πρόληψης που μπορεί κανείς να βρει παντού, καταθέτω εδώ συμπληρωματικά τη γνώμη μου ως προς απλά μέτρα που δεν έχουν τονιστεί τόσο.
Η χρήση χειρουργικής μάσκας σε κάθε δημόσιο χώρο δεν προσφέρει τόσο επιτυχημένα την ατομική προφύλαξη, όσο την προστασία των άλλων, από τα δικά μας σταγονίδια, σε περίπτωση που μολυνθήκαμε και δεν το ξέρουμε. Ίσως ανάλογα με την εξέλιξη των κρουσμάτων να καταστεί υποχρεωτική.
Η μόνιμη παραμονή των παραθύρων ανοιχτών σε όλους τους κλειστούς εργασιακούς χώρους είναι επίσης ένα πολύ απλό στην εφαρμογή του μέτρο.
Τέλος, θα συνιστούσα τη διακοπή όλων των πιθανόν επιβλαβών εν μέσω επιδημίας καθημερινών μεσογειακών σωματικών εκδηλώσεών μας, όπως περιττά φιλιά, αγκαλιές, χειραψίες, μοίρασμα φαγητού από το ίδιο πιάτο (δεν τα ξεχνάμε, θα τα χρωστάμε διπλά εν καιρώ!)
2. Με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθώ τα νούμερα από τη νότια Κορέα από όπου προκύπτει ότι οι θάνατοι και η κρίσιμη νοσηρότητα βρίσκονται στο ένα πέμπτο της μέτρουμενης σχεδόν σε όλες τις υπόλοιπες χώρες. αλλά βλέποντας τον αριθμό των τεστ που έχουν διενεργηθεί ανά εκατομμύριο πληθυσμού διαπιστώνεις ότι αυτοί έχουνε κάνει σχεδόν δεκαπλάσιο αριθμό τεστ!. Από αυτό προκύπτει ότι αν το δείγμα τους είναι αντιπροσωπευτικό και δεν αφορά π.χ. μόνο νέους ανθρώπους (η ηλικία του πληθυσμού σε μεγάλο βαθμό μοιάζει με τη δική μας αυτοί έχουν διάμεση τιμή περίπου τα 41 και εμείς περίπου το 45) τότε η λοίμωξη είναι πολύ υπερεκτιμημένη από τα σοβαρά κρούσματα των υπολοίπων χωρών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι αν το 30 το κάνουμε 1000 μπορούμε αυτόματα και να χαλαρώσουμε.
3. Η συμπεριφορά μας απέναντι στις πανδημίες βασίζεται στο βιολογικό αρχέτυπο της απέχθειας. Κάτω από αυτό κρύβεται ο νευροβιολογικός μηχανισμός της ανθρώπινης αηδίας, με τελικό εκφραστικό κρίκο τη ναυτία και τον εμετό, σωματικό ή ψυχικό. Ο μηχανισμός αυτός είναι εξίσου εξελιγμένος με το μηχανισμό των άλλων, πιο… «διάσημων» συναισθημάτων, όπως π.χ. ο πανικός ή η χαρά. Είναι γνωστό άλλωστε πως οι αυταρχικοί και ξενοφοβικοί ηγέτες της Ιστορίας ήταν στην προσωπική ζωή τους μανιώδεις ρέκτες της καθαριότητας.
Οι κοινωνίες που για διάφορους λόγους δοκιμάστηκαν άσχημα από σοβαρές πανδημίες, βγαίνουν ηττημένες όχι μόνο αναφορικά με τη φυσική απώλεια μελών τους, αλλά και αναφορικά με την ανοχή τους στο διαφορετικό. Στην περίπτωση αυτή, η απέχθεια στρέφεται προς το διαφορετικό, το ξένο και αλλότριο. Οι πανδημίες συντηρητικοποιούν μια κοινωνία με δύο τρόπους. Ο ένας είναι καθαρά μαθησιακός, θεωρητικός και βιωματικός, έχοντας να κάνει είτε με τη συνειδητή επίγνωση περί του «ποιος απ’ έξω φαίνεται πως μας έφερε τη νόσο» είτε, στις πολιτισμικά ωριμότερες, με την τεκμηριωμένη θεωρία που έχει αναπτυχθεί γύρω από τον τρόπο διάδοσης. Ο άλλος τρόπος συντηρητικοποίησης είναι δαρβινικός: από μια πανδημία, πράγματι επιβιώνει η πιο κλειστή, επιφυλακτική και απομονωμένη από κοινωνικές επαφές μερίδα ενός πληθυσμού.
Προς αποφυγή της πολυέξοδης και στις δυτικές κοινωνίες μάλλον και ανέφικτης, καθολικής καραντίνας, η σύγχρονη επιδημιολογία στηρίζεται στη θεωρία των ομφαλών. Ομφαλός είναι κάθε φορέας του νοσηρού που διαθέτει ασύμμετρα υψηλή πιθανότητα αναμετάδοσής του, λόγω των ιδιοτήτων και της θέσης του εντός του δικτύου. Η θεωρία έχει μάλιστα άμεση εφαρμογή και στην επιστήμη της προπαγάνδας• εδώ οι ομφαλοί μετονομάζονται σε διαμορφωτές γνώμης (opinion leaders και influencers). Ο εμβολιασμός, κατά προτεραιότητα –ή και κατ’ αποκλειστικότητα- που επικεντρώνεται στους ομφαλούς διασώζει κόστος και αυξάνει την αποτελεσματικότητα κάθε πρόληψης.
Σήμερα όμως, υπό προϋποθέσεις, καθένας από μας, με τρόπο απρόβλεπτο ώστε πράγματι να μπορούμε να παρέμβουμε προληπτικά, μπορεί να μετατραπεί ανά πάσα στιγμή σε ομφαλό σοβαρής πανδημίας. Ιών, μικροβίων ή… κακοήθων ιδεών. Έτσι, η απάντηση περί του τρόπου ανοσοποίησης που θα αποδώσει την κοινωνία αλώβητη (από τις φανερές μα και τις λανθάνουσες συνέπειες) δεν είναι ποτέ τόσο απλή όσο μας λένε τα εγχειρίδια.