![]() |
Μια φορά κι ένα καιρό, ο κύριος «3» γνώρισε την κυρία «4». Ο κύριος «3» και η κυρία «4» γίναν φίλοι, πήγαιναν παντού μαζί, όλα τα έκαναν μαζί. Όποιος έκανε παρέα με τον ένα, απαραίτητα θα έκανε και με τον άλλο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μια μέρα ο κύριος «3» και η κυρία «4» αποφάσισαν να γίνουν ένα, άλλωστε δεν τους φαινόταν να υπάρχει νόημα πια στο να παραμένουν όπως ήταν. Έγιναν λοιπόν οι «7». Πέρασε καιρός, πολύς καιρός, και κανείς δεν θυμόταν, ούτε κι οι ίδιοι σχεδόν, ότι κάποτε υπήρχαν ως κύριος «3» και ως κυρία «4».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μια μέρα ο κύριος «3» και η κυρία «4» αποφάσισαν να γίνουν ένα, άλλωστε δεν τους φαινόταν να υπάρχει νόημα πια στο να παραμένουν όπως ήταν. Έγιναν λοιπόν οι «7». Πέρασε καιρός, πολύς καιρός, και κανείς δεν θυμόταν, ούτε κι οι ίδιοι σχεδόν, ότι κάποτε υπήρχαν ως κύριος «3» και ως κυρία «4».
Ιστορία όμως κύλησε στο αυλάκι, η ζωή άλλαξε, γεγονότα μεσολάβησαν. Για να μην πολυλογούμε, οι «7» αρχικά θυμήθηκαν, μετά νοστάλγησαν και τελικά αποζητούσαν διακαώς, τους παλιούς εαυτούς τους. Φούντωσε μέσα τους δηλαδή η αντίστροφη επιθυμία, να χωρίσουν και να επιστρέψουν σε αυτό που ήταν τώρα σίγουροι πως τους ταίριαζε καλύτερα: να ξαναγίνουν, ο κύριος «3» και η κυρία «4» και να συνεχίσουν την πορεία τους έτσι.
Άρχισαν λοιπόν μια μέρα να τραβάνε, να ξεχειλώνουν, να ξανατραβούν, με ιδρώτα, με αιμορραγία – δεν ήταν, βλέπετε, καθόλου εύκολος ο αποχωρισμός. Με ανείπωτο πόνο, σαν τελευταία ωδίνη τοκετού, κατάφεραν να αποχωριστούν.
Μόλις όμως συνήλθαν, φρίκη τους έπιασε, διότι συνέβαινε κάτι που ποτέ δεν το περίμεναν: όπως ήταν ξεκάθαρο στον καθρέφτη, ο κύριος «3» είχε γίνει ο ιδιαίτερα μισητός του κύριος «5», κάτι στο οποίο μάλιστα συμφωνούσε και η κυρία «4», που ωστόσο αυτή είχε γίνει η μισητή της κύρια «2», όπως πράγματι συμφωνούσε κι ο πρώην κύριος «3»!...