Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Ένα εισιτήριο του μετρό


Ένα λευκό εισιτήριο του μετρό είναι μια απραγματοποίητη δυνατότητα. Μπορείς με ένα τέτοιο να διαλέξεις ανάμεσα σε εκατοντάδες διαφορετικές διαδρομές, σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, φυσικά όποια μέρα θέλεις.
Τη στιγμή που το επικυρώνεις, την ώρα που το μηχάνημα βάζει τη σφραγίδα του, το εισιτήριό σου γεννιέται. Τα γονίδια του λένε ότι νομοτελειακά θα πεθάνει μετά από 90 λεπτά. Η μόνη δυνατότητα που έχει -που εσύ έχεις ως κύριός του- είναι πλέον το ποια έξοδος θα επικυρώσει το πέρασμά του από τη ζωή του.
Μάλιστα λοιπόν, όταν μας φέρνουν στη ζωή συμβαίνει κάτι παρόμοιο, με μια διαφορά. Αυτοί που επικύρωσαν την αρχή μας δεν είναι οι ίδιοι με αυτούς που θα επικυρώσουν το τέλος μας. Αν οι γονείς ήταν οι πρώτοι, για την τελική επικύρωσή μας κατά κανόνα πρέπει να βρούμε άλλους. Τους αναζητούμε με αγωνία στις κουβέντες και στις ματιές μας, ψάχνουμε για κάτι έστω και ελάχιστα πέρα από τα ρομποτικά «καλημέρα», «καλησπέρα», «τι κάνεις», «καλά», «το παλεύω» και «υπομονή». Ή τα «χάλια» και τα «όχι καλά», για τους λιγότερους που τολμούν να το πουν και να μείνουνε έκθετοι στην αμήχανη βιασύνη του άλλου να φύγει για να γλιτώσει το χασομέρι μαζί σου, που σου ήρθε να πάρεις τον τυπικό χαιρετισμό του στα σοβαρά.
Κάθε καλημέρα μας είναι και μια ζωντανή ελπίδα, ότι σήμερα κάποιος θα μας κάνει τις ουσιαστικές ερωτήσεις και εμείς θα δώσουμε τις ανακουφιστικές απαντήσεις. Αφήστε που όσο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ανεβάζουμε επιμελώς τη ζωή μας σε διαδικτυακά παράθυρα. Χωρίς κουρτίνες... Άλλωστε, τα μέσα δικτύωσης επιτυγχάνουν ακριβώς στο βαθμό που ευοδώνουν την πολυπόθητη έκφραση της μοναδικότητάς μας. Άλλο που επειδή κρυβόμαστε ευκολότερα, αυτό λειτουργεί αντίθετα, προς την αποφυγή της αυθεντικότητας, ώστε τελικά να επικυρώνουμε κάποιον ψεύτικο ή κάποιον ανύπαρκτο εαυτό.
Για την πολυπόθητη επικύρωση της ζωής μας, φαίνεται ότι δεν μας φτάνει η ατομική μας μαρτυρία, αλλά έχουμε την ανάγκη να συναντηθούμε και να αλληλεπιδράσουμε με άλλους. Πώς και γιατί προκύπτει αυτή η παρόρμηση και αν είναι τόσο καλή, δεν έχω σιγουρευτεί. Ίσως στα κατώτερα είδη να είναι απλά το ζητούμενο ανανέωσης των γονιδίων, ενώ οι ανάγκες που βαφτίζονται με τον βαρύγδουπο τίτλο «υπαρξιακές» μπορεί να είναι σκέτα η εξέλιξη ή και η διαστρέβλωση, αυτού του ζητούμενου, μέσα στο ανθρώπινο κουβάρι, που διαρκώς μπερδεύει και ξεμπερδεύει τον εαυτό του, σε μια ηλιόλουστη γωνιά του σύμπαντος.
Η μεγαλύτερη λαχτάρα μας δεν είναι η αθανασία, η γνώση, η δόξα, η νεότητα, η αισθητική απόλαυση. Το ύστατο αίτημα της ύπαρξης είναι η σύνδεση κι ο υπέρτατος πόνος της η μοναξιά. Κι όλα αυτά που προανέφερα είναι μια προσπάθεια απάντησης σε ένα ερώτημα: γιατί εδώ και ένα χρόνο όπως αισίως κλείνουμε, κάνω τις ραδιοφωνικές επισυνάψεις; Γιατί κάνουμε παρέες, εφημερίδες, ραδιόφωνο, μέσα δικτύωσης; Γιατί σχέσεις; Οι επισυνάψεις μου είναι προφανώς και επικυρώσεις.