Η αυτοτέλεια οποιουδήποτε οργανικού συστήματος αξιολογείται κατά πρώτο λόγο πάνω στη βάση της ύπαρξης ή όχι ενός ανεξάρτητου συντονιστικού νευρικού δικτύου. Ο εγκέφαλος εξελίχθηκε ως ο μαέστρος που συντονίζει το νευρικό σύστημα, ώστε αυτό να βοηθά αποδοτικά την προσπάθεια επιβίωσης, αναπαραγωγής και διαιώνισης ενός ανώτερου οργανισμού. Στον άνθρωπο, ο εγκέφαλος έχει εξελιχθεί προοδευτικά σε «θεατή» αλλά και σε «ιδιοκτήτη» του, σε φροντιστή του, αλλά συχνά και σε δυνάστη ή καταστροφέα του!
Ποια είναι η βασικότερη αρχή λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου; Ότι δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες βασικές αρχές! Η απουσία αυστηρού προγράμματος γεννά τις τρομακτικές δυνατότητες προσαρμογής της συμπεριφοράς μας, που έχουν οδηγήσει στο θαύμα του πολιτισμού και στην πολύπλοκη ή ακόμη και χαοτική σημερινή κοινωνία. Το νήμα της Ιστορίας του ανθρώπινου γένους, ως απόρροια αυτής της ελεύθερης διαμόρφωσης, ήταν μια περίπτωση ανάμεσα σε πολλές εναλλακτικές, χωρίς να αποτελεί κάποιο είδος νομοτέλειας. Παράλληλα όμως, αυτή η έλλειψη ντετερμινισμού καθορίζει αναπόδραστα και ένα άλλο θεμελιώδες φυσικό χαρακτηριστικό του είδους μας: τη ζωτικής σημασίας εξάρτηση κάθε παιδιού από τους γονείς του για αρκετά χρόνια μετά τη γέννηση και από τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μας για πάντα. Κατά ουσιαστικό τρόπο, αυτή η δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου μετακινεί την ανάγκη προσαρμογής από τον κόσμο της άψυχης ύλης στο μοναδικό ανθρώπινο κόσμο των σημασιών και των νοημάτων, με άλλα λόγια, από τη γεώσφαιρα στην ανθρωπόσφαιρα. Η μετακίνηση αυτή οφείλει να αντανακλάται πάνω σε ισχυρά νευροβιολογικά θεμέλια και αντίστοιχα, επιρροές μα και αναγκαιότητες.
Τα δεδομένα της έρευνας των τελευταίων ετών στον τομέα της πειραματικής ψυχολογίας ανατρέπουν ή τροποποιούν πολλά από τα κλασσικά στερεότυπα με τα οποία οι νευροεπιστήμες ερμήνευαν ως και σήμερα την ανθρώπινη συμπεριφορά σε ατομικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Μια κεντρική εννοιολογική σύλληψη είναι ότι ο εγκέφαλος δεν πρέπει να θεωρείται ως μια συμπαγής και ενιαία δομή, παρόλο που αυτό συνήθως δεν βιώνεται έτσι από τον καθένα μας. Οι φυσικές ανάγκες οδήγησαν στην ύπαρξη δύο διαφορετικών νευρωνικών υπερδικτύων ή «επιμέρους εγκεφάλων» εντός αυτής της ζελατινώδους μάζας των 1250 γραμμαρίων: τον ψυχικό και το γνωστικό εγκέφαλο, που με άλλα λόγια αποτελούν τους πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η λειτουργία του ανθρώπινου εγκέφαλου. Τα υπερδίκτυα αυτά εξελίχθηκαν παράλληλα, το ένα πλάθοντας το άλλο, ενώ έχουν κοινό σκοπό, «απαντώντας» στις βασικές ανάγκες της επιβίωσης, το καθένα όμως μέσα από το δικό του προσανατολισμό και δρόμο.
Ο ένας πυλώνας, ο συναισθηματικός, θεμελιώνεται πάνω στο εξελικτικά πιο πρωτόγονο σύστημα επιβίωσης που βασίζεται στην ανίχνευση των απειλητικών ερεθισμάτων, μέσα από τη δημιουργία δυσάρεστων και επώδυνων βιωμάτων, όπως και των αντιθέτων τους, των ευχάριστων και ασφαλών. Ο πρωτόγονος αυτός εγκέφαλος είναι γνωστός και με τον όρο «εγκέφαλος των ερπετών». Αργότερα, σε αυτό το υπόστρωμα, αναδύεται στην εξελικτική πορεία και ο «εγκέφαλος των θηλαστικών», που εξυπηρετεί την αναγκαιότητα της επιβίωσης του ανώριμου νηπίου μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρότατου δεσμού με τη μητέρα του, με προσανατολισμό του τις συμπεριφορές που συνδέονται με τα άλλα πρόσωπα. Τα νευροβιολογικά θεμέλια αυτού του δεσμού δεν είναι άλλα από τα συναισθήματα: ο ισχυρός δεσμός προάγει την ανακουφιστική ασφάλεια, ενώ η διάρρηξή του προκαλεί αβάσταχτο ψυχικό πόνο, σε αμφότερα τα σκέλη του.
Από την άλλη, οι μεγαλύτερες δυνατότητες του εγκεφάλου των θηλαστικών συνοδεύονται σε κάποια είδη και από την εμφάνιση του μηχανιστικού εγκεφάλου, που αρχίζει να αναπτύσσει εργαλειακού τύπου αλληλεπιδράσεις με τον άψυχο φυσικό κόσμο. Από αυτόν, εξελίσσεται ο άλλος πυλώνας, ο γνωστικός, καθώς η διευκόλυνση της επιβίωσης του είδους, που επιτεύχθηκε μέσω της κοινωνικότητας, έδωσε τη δυνατότητα στα μέλη του να «ξαποσταίνουν και να αναμηρυκάζουν τις σκέψεις τους με ασφάλεια». Η πρόοδος αυτή απελευθέρωσε ουσιαστικά ένα μέρος του εγκεφάλου από το συντονισμό της καθημερινής πάλης για την εξασφάλιση των απαραιτήτων προς την επιβίωση πόρων (τροφή, ενέργεια, προστασία από σαρκοφάγα, εύρεση μελών του άλλου φύλου για ζευγάρωμα), ώστε να είναι πλέον δυνατή η συλλογή και η επεξεργασία παρατηρήσεων με σκοπό την αιτιοκρατική πρόγνωση του μέλλοντος. Οι προγνώσεις δημιούργησαν τελικά ένα δικό τους «βασίλειο», που είναι βασισμένο στη χρηστικού τύπου αντίληψη του κόσμου, ακονίζοντας τις πιο εκλεπτυσμένες λειτουργίες που στο σημερινό άνθρωπο συναποτελούν το υπερδίκτυο του γνωστικού εγκέφαλου. Το επίκεντρο και η «τροφή» του τελευταίου είναι τα αντιληπτικά δεδομένα που προκύπτουν μέσα από την παρατήρηση και κατανόηση, τα οποία με εργαλείο την αιτιοκρατική σκέψη μετατρέπονται σε συμπεράσματα και τελικά σε συνειδητές προβλέψεις ή προγνώσεις. Ο προσανατολισμός παραμένει προς συμπεριφορές που χειρίζονται κατάλληλα το περιβάλλον και τα αντικείμενα, προς την ευόδωση ή την αποτροπή των προγνώσεων.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της γλώσσας και της συμβολικής σκέψης επιτάχυνε τη δυνατότητα επικοινωνίας, ώστε οι συλλεγόμενες παρατηρήσεις να μπορούν να μεταφερθούν προς τα άλλα άτομα με τη μορφή πληροφοριών. Το προϊόν του γνωστικού εγκεφάλου είναι τώρα διαθέσιμο προς χρήση τόσο για τη μοναχική επιβίωση, όσο και για τις ανάγκες επιβίωσης εντός μιας ομάδας ή κοινωνίας.
Ο συναισθηματικός και ο γνωστικός εγκέφαλος λειτουργούν παράλληλα, αλλά «συναντιούνται» διαρκώς στο πεδίο της συνειδητότητας, όπου ο ένας αντιλαμβάνεται το «προϊόν» της λειτουργίας του άλλου. Τα συναισθήματα, προϊόν του ψυχικού εγκεφάλου, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως παρατηρήσεις εσωτερικών συμβάντων που τροφοδοτούν το γνωστικό εγκέφαλο, ενώ και οι επιγνώσεις, προϊόν του γνωστικού εγκεφάλου, είναι δυνατό να αποτελούν «τροφή» για το συναισθηματικό εγκέφαλο μετατρεπόμενες σε βιώματα διά της προβολής τους στο παρελθόν και στο μέλλον. Με άλλα λόγια, ο συναισθηματικός εγκέφαλος «αισθάνεται» τις επιγνώσεις, αλλά και ο γνωστικός εγκέφαλος «κατανοεί» τα συναισθήματα. Το βασικό ρόλο για τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τα κίνητρα, τις επιθυμίες, τις προθέσεις και τη συμπεριφορά ενός ενηλίκου ατόμου τον έχουν οι παράγοντες που καθορίζουν τη θέση του εγκεφάλου μας πάνω σε αυτούς τους δύο πυλώνες. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί θεωρητικά να «αναλυθεί» έτσι ώστε να τον τοποθετήσουμε σε μια μοναδική συγκεκριμένη θέση στο παραπάνω δισδιάστατο σύστημα. Η τοποθέτηση αυτή δεν είναι μόνιμη. Ουσιαστικά, η κάθε ανθρώπινη στιγμή κάθε μεμονωμένου ανθρώπου έχει αποκρυσταλλώσει νόημα και πάθος με τρόπο ανεπανάληπτο.
Ένα μοναδικό στη γνωστή φύση εξελικτικό βήμα που αφορά τον άνθρωπο είναι ότι οι επιγνώσεις και τα συναισθήματα παρουσιάζονται τελικά σε έναν «παρατηρητή εαυτό». Αυτός συνιστά μια ακόμη «πολυτέλεια», μα ίσως απορρέει και ως αναγκαιότητα για ένα ενιαίο τελικό «προϊόν» των δύο εγκεφάλων. Ο παρατηρητής εαυτός είναι μια δυναμική και φευγαλέα οντότητα, που μετακινείται ελεύθερα μεταξύ των δύο εγκεφάλων, ταυτιζόμενος με τον ένα, τον άλλο ή με αμφότερους. Κεντρικό ζητούμενό του είναι μια συνθετική βίωση και ερμηνεία της πραγματικότητας, με βάση τα προϊόντα των δύο εγκεφάλων, που θα λειτουργεί προσανατολιστικά ως προς τον εξωτερικό κόσμο. Ο παρατηρητής εαυτός παράγει ένα κατά το δυνατόν ενοποιητικό προϊόν: τις απόψεις και τις επιθυμίες που σχηματίζουν την αυτοαντίληψη.
Η αυτοαντίληψη μπορεί να κινείται μεταξύ υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας, αλλά αναγκαστικά δεν μπορεί να ξεφύγει εντελώς από την πρώτη. Η υποκειμενικότητα αναστρέφεται μόνο με εμπρόθετη, διαρκή και κάθε φορά καθοριζόμενη με καινούργιο τρόπο, προσπάθεια. Η θέαση του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου μέσα από υποκειμενικά γυαλιά επικράτησε κατά τη διάρκεια της εξέλιξης προφανώς και για λόγους εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά ίσως και διότι παρέχει πλεονέκτημα επιβίωσης. Ωστόσο, η ύπαρξη ενός -είτε πιο ουδέτερου είτε μεροληπτικού- παρατηρητή εαυτού ως ξεχωριστού θεατή της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, είναι φαινόμενο μοναδικό για το γνωστό μας σύμπαν και δεν είναι άλλο από την ουσία της ανθρώπινης συνειδητότητας. Με βάση τα παραπάνω, αυτό που αποκαλείται ευρέως «συνείδηση», θα πρέπει για τον άνθρωπο μάλλον να εξειδικευτεί ώστε να περιλαμβάνει μόνο την έννοια της αυτοαντίληψης.
Παράλληλα, στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους επέδρασε και μια ακόμη φυσική επιλογή: η επιβίωση ευνοήθηκε στα θηλαστικά που λόγω αυτής της συνδυασμένης και συνεπώς ανώτερης ευφυΐας, μπόρεσαν να αναπτύξουν την ικανότητα σχηματισμού ομάδων, αγελών και κοινωνιών. Έτσι, ο εγκέφαλος των θηλαστικών, μαζί με το μηχανιστικό εγκέφαλο, αποτέλεσαν με τη σειρά τους τη βάση θεμελίωσης ενός ακόμη πιο εξελιγμένου υπερδικτύου, αυτό του «κοινωνικού εγκεφάλου». Ο προσανατολισμός του τελευταίου είναι οι ρόλοι και συμπεριφορές (τόσο οι «χειριστικές» γνωστικού τύπου όσο και οι «συνδετικές» συναισθηματικού τύπου), που αφορούν τώρα την αλληλεπίδραση, απελευθερωτική ή ενωτική, με την απρόσωπη κοινωνία. Με την παρουσία των άλλων προσώπων, η ατομική αυτοαντίληψη μετατρέπεται στην κοινωνική ταυτότητά μας. Ως κοινωνικός εγκέφαλος καλούνται να λειτουργήσουν τόσο ο συναισθηματικός όσο και ο γνωστικός εγκέφαλος. Πράγματι, στα πλαίσια της ύπαρξης ενός «διπλού κινητήρα» τους, όλες οι ανθρώπινες πράξεις, τόσο οι κατά μόνας ενεργούμενες «αυτοβιογραφικού τύπου», όσο και οι κοινωνικές δράσεις «ιστορικού τύπου», υποκινούνται από δύο είδη κινήτρων: τα χρηστικά, που τείνουν να διαμορφώνουν μια ταυτότητα για την οποία οτιδήποτε μη ατομικό ανήκει σε μια αλλότρια και εξώτερη φύση και τα συμπονετικά, που τείνουν να περιλαμβάνουν στην ταυτότητα τους σκοπούς της επιβίωσης και άλλων ατομικοτήτων, δηλαδή των απογόνων, των συγγενών, της ομάδας, της φυλής. Έτσι, ο γνωστικός εγκέφαλος τείνει να αντιλαμβάνεται και τα άλλα πρόσωπα –εκτός από τη φύση- με διαζευκτικό χαρακτήρα, ως «αντικείμενα άξια χειρισμών», φιλικών ή εχθρικών, βάσει των προγνώσεών του, ενώ ο συναισθηματικός, αντίστροφα, τείνει να αντιλαμβάνεται και τη φύση -και προφανώς και τους άλλους- με συζευκτικό χαρακτήρα, ως «υποκείμενα άξια συναισθημάτων», επίσης φιλικών ή εχθρικών. Από την αμιγώς κοινωνική οπτική, ο γνωστικός εγκέφαλος βρίσκεται τώρα να επιζητά απάντηση στο δίλημμα «εγώ ή η φύση;» στην οποία φύση περιλαμβάνει και την κοινωνία, με όραμα την αυτοπραγμάτωση, ενώ ο συναισθηματικός εγκέφαλος βρίσκεται να επιζητά απάντηση στη σύζευξη «εγώ και οι άλλοι», στους οποίους άλλους περιλαμβάνει και τη φύση, με πρότυπο τη συγχώνευση. Αντίστοιχα, στην πρωτόγονη και ακατέργαστη βάση τους οι κοινωνικές πρακτικές του ατόμου απέναντι στους άλλους είναι είτε ανταγωνιστικές και «μακιαβελλιανές», χαρακτηριζόμενες δηλαδή από το χειρισμό των τελευταίων προς εξυπηρέτηση των αναγκών μας, είτε συνεργατικές και «ανθρωπιστικές», χαρακτηριζόμενες από τη διεύρυνση των προσδιοριζόμενων ως αναγκών μας ώστε να περιλαμβάνουν και αυτές του μικρού ή μεγάλου συνόλου στο οποίο εντασσόμαστε.
Ο εγκέφαλος μεταβάλλεται διαρκώς, όντας σε μια δυναμική και όχι στατική κατάσταση. Η λήψη μιας θέσης στο παραπάνω αναφερόμενο «σύστημα συντεταγμένων» που αφορίζουν ο συναισθηματικός και ο γνωστικός τρόπος λειτουργίας του εγκεφάλου μας ίσως να μην μας ακολουθεί υποχρεωτικά σε όλη τη ζωή μας. Στα πλαίσια αυτής της μοναδικής κάθε στιγμή διαδικασίας που καθορίζει αυτό που προσδιορίζεται ως η «προσωπικότητά» μας, ίσως μια εκ γενετής «ιδιοσυγκρασία» να αλληλεπιδρά αενάως με έναν περιβαλλοντικά καθοριζόμενο «χαρακτήρα». Αυτό άλλωστε είναι που αποτελεί τη βάση της φροντίδας, της ανατροφής, της εκπαίδευσης, του σωφρονισμού, της διαφήμισης, της εξαπάτησης, του εκβιασμού, του καταναγκασμού, αλλά και της ψυχοθεραπείας, δηλαδή όλων όσα γενικότερα εμπίπτουν στη σφαίρα της επιρροής του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Επομένως, ένας ακόμη εξίσου καθοριστικός παράγοντας για τις τάσεις που αναπτύσσονται ως προς την ισορροπία μεταξύ των συναισθηματικών και των γνωστικών φαινομένων είναι αυτός του βαθμού της προσαρμοστικότητας, δηλαδή της σχετικής επικράτησης των περιβαλλοντικών έναντι των ιδιοσυγκρασιακών επιδράσεων στη διαμόρφωση της νοητικής λειτουργίας κάθε ατόμου. Στις πρώτες ανήκουν π.χ. η επίδραση της τροφής, των τοξινών και των κοινωνικών και πολιτισμικών ερεθισμάτων, υπό την ευρεία έννοια της μάθησης, ενώ στις δεύτερες ανήκουν π.χ. τα γονίδια και οι επιγενετικοί μηχανισμοί. Αμφότεροι οι επιμέρους εγκέφαλοι, ο γνωστικός και ο συναισθηματικός, υπόκεινται σε ξεχωριστές διεργασίες που αφορούν τις έμφυτες τάσεις και την περιβαλλοντική μάθηση. Έτσι, ο πρώτος τείνει να μαθαίνει διά της «δοκιμής και λάθους», ενώ ο δεύτερος διά της μίμησης.
Η δυναμική σύνθεση μεταξύ του συναισθηματικού και του γνωστικού τρόπου λειτουργίας του εγκεφάλου οδηγεί σε αυτό που είναι γνωστό ως «εγκέφαλος των πρωτευόντων». Η πιο εξελιγμένη εκδοχή του τελευταίου, ο «σοφός» ανθρώπινος εγκέφαλος, προάγει την ατομική και κοινωνική επιβίωση χρησιμοποιώντας τα προσαρμοστικότερα στοιχεία από όλη ουσιαστικά την αλυσίδα εξέλιξης του εγκεφάλου των ανώτερων ζωικών ειδών. Κάθε χρονική στιγμή, η κάθε κοινωνία ανθρώπων περιέχει μέλη τοποθετημένα σε ποικίλα σημεία του δισδιάστατου χώρου που σχηματίζουν οι συντεταγμένες του γνωστικού και ψυχικού εγκεφάλου. Τα μέλη αυτά, «καθηλωμένα» ή «προχωρημένα» σε διαφορετικά στάδια εξέλιξης, μοναχικά ή ομαδικά, εκδιπλώνουν κάθε λεπτό τη δράση τους, στερεότυπη ή ευέλικτη, έμφυτη ή μαθημένη, ορθολογική ή παρορμητική, ατομισμού ή αλληλεγγύης. Οι μορφές στις οποίες αποκρυσταλλώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα αυτό το «νέφος» δράσεων είναι που χαράσσουν τις τεθλασμένες της ανθρώπινης Ιστορίας.
Η αίσθηση μας ότι τα συναισθήματα μιλούν καλύτερα στην ψυχή μας, παρά τα ψυχρά συμπεράσματα, δημιουργεί στον καθημερινό λόγο μόνιμη σύγχυση μεταξύ του συναισθηματικού και του ψυχικού την οποία δεν θα προσπαθήσω να υπερβώ και συχνά στο βιβλίο αυτό το ψυχικό και το συναισθηματικό θα χρησιμοποιούνται με την ίδια σημασία.
κα παραπάνω μπορούν προφανώς να έχουν μια καθοριστική επιρροή στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε την προσωπικότητα αλλά και την ψυχική νόσο. Αν και η συντριπτική πλειονότητα των ενηλίκων δεν εμπίπτει στο φάσμα μιας μόνιμης και έκδηλης ψυχοπαθολογίας, οι περισσότεροι δεν έχουν ισοδύναμο βαθμό προσαρμοστικότητας του γνωστικού και του ψυχικού εγκεφάλου τους, ως αποτέλεσμα τόσο των έμφυτων τάσεων που με τυχαίο τρόπο αναμείχτηκαν κληρονομημένες από κάθε γονιό όσο και των μαθησιακών εμπειριών μετά τη γέννηση. Κατά συνέπεια, την προσαρμογή κάθε διαφορετικού ατόμου στην πραγματικότητα μπορεί να εξυπηρετεί περισσότερο είτε ο γνωστικός είτε ο ψυχικός εγκέφαλός του. Η συγκριτικά καλύτερη «προσαρμογή» του ενός εγκεφάλου μπορεί να αντιρροπεί την «ακυρότητα» του άλλου. Μια ακραία και συνδυασμένη ακυρότητα τόσο του γνωστικού όσο και του ψυχικού εγκεφάλου θα αναμενόταν να οδηγεί σε μια ολική νοητική υστέρηση, κατά την οποία η αυτοαντίληψη απουσιάζει και μαζί με αυτήν η επίγνωση της διαφοράς μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Εάν όμως ανεπαρκεί περισσότερο ο γνωστικός εγκέφαλος, τότε θα αναμένεται μια ροπή προς τις διαταραχές σκέψης, όπως π.χ. η παράνοια (διαταραχή της σκέψης κατά την οποία ο πάσχων πιστεύει ότι διώκεται από τους άλλους), ενώ αν ανεπαρκεί ο ψυχικός, η ροπή θα είναι προς τις διαταραχές διάθεσης, όπως π.χ. η διπολική διαταραχή (γνωστή και ως μανιοκατάθλιψη: διαταραχή της διάθεσης, κατά την οποία εμφανίζονται κατά περιόδους ανεξήγητες ακραίες διακυμάνσεις μεταξύ μανίας και κατάθλιψης). Στην περίπτωση της οριστικής κατάρρευσης του παρατηρητή εαυτού ή της μη εξαρχής ανάπτυξής του, δεν υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα αντικειμενικής αξιολόγησης της εξωτερικής ή εσωτερικής πραγματικότητας και η κατάσταση θα προσδιοριζόταν ως ψύχωση. Η απουσία αυτοαντίληψης στις παραπάνω περιπτώσεις ταυτίζεται άλλωστε και με την έλλειψη επίγνωσης του νοσηρού (νοσογνωσίας), που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των ψυχώσεων. Μια πιο έγκυρη αλλά ελλιπώς προσαρμοστική λειτουργία των δύο εγκεφάλων, δηλαδή μια λιγότερο σοβαρή δυσλειτουργία μεταξύ γνωστικού και ψυχικού εγκεφάλου, θα προσδιοριζόταν ευρύτερα ως νεύρωση. Οι νοσηρές καταστάσεις που είναι γνωστές ως διαταραχές προσωπικότητας χαρακτηρίζονται από πολυσύνθετη και μικτή ελλιπή προσαρμογή του γνωστικού και του ψυχικού εγκεφάλου. Σε αυτές, όπως και στις νευρώσεις, όπως π.χ. η αγχώδης διαταραχή ή η φοβική διαταραχή, θα υπάρχει μεν κάποιου μικρότερου βαθμού δυσλειτουργία της αντικειμενικής αξιολόγησης της εξωτερικής ή εσωτερικής πραγματικότητας («παθολογική πλευρά του εαυτού»), αλλά παράλληλα διατηρείται η αντίληψη του νοσηρού («υγιής πλευρά του εαυτού»). Τέλος, σε μια έγκυρη ανάπτυξη των δύο εγκεφάλων και της αυτοαντίληψης με συγκριτικά υπολειπόμενη ανάπτυξη του ψυχικού, το άτομο θα τείνει να είναι ένας «ψυχρός ορθολογιστής», ενώ εάν επικρατεί μια συγκριτικά υπολειπόμενη ανάπτυξη του γνωστικού εγκεφάλου, θα τείνει να είναι ένας «απερίσκεπτος αισθηματίας». Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι τα παραπάνω αποτελούν αναπόδεικτες εικασίες και σίγουρα αφορούν προδιαθέσεις και επ’ ουδενί νομοτέλειες.
Η σκόπιμη ή αθέλητη παιδική παραμέληση συνδέεται άμεσα με νοσογόνες ψυχολογικές διαδικασίες. Η στάση των γονιών δημιουργεί διά της μη συνειδητής μάθησης του ψυχικού εγκεφάλου μια άυλη «οικογένεια μέσα στο κεφάλι» του μελλοντικού ενήλικα, η οποία συνδέεται με τα συναισθήματά του πολύ πιο στενά από όσο η ίδια η ρεαλιστική πραγματικότητα. Έτσι, το σύστημα ασφάλειας και απειλής του κινητοποιείται άκαιρα, όταν σκεφτεί να πράξει αντίθετα από τα μαθημένα, οπότε προτιμά να παραμένει στη στρεβλή, αυτοϋπονομευτική, μα «ασφαλή» παιδική συμπεριφορά του. Η εσωτερική οικογένεια καθορίζει μια «αποστολή» στον ενήλικο, ένα ρόλο που όταν τον παραβιάζει, συνήθως το πληρώνει με άγχος, θυμό ή κατάθλιψη. Ο πρωτόγονος εγκέφαλος της ασφάλειας και της απειλής έχει μια προτεραιότητα, η οποία απορρέει ως φυσική αναγκαιότητα της ευάλωτης παιδικής ηλικίας κάθε εξελιγμένου θηλαστικού. Αν δεν υπήρχε αυτή η προτεραιότητα θα κινδυνεύαμε να θεωρητικολογούμε ή να φιλοσοφούμε ενώ μας καταβροχθίζουν τα λιοντάρια! Αλλά και η ισχύς των ψυχικών προσκολλήσεων στον άνθρωπο εξηγείται εύκολα από την εξελικτική ψυχολογία: οφείλεται στην ανάγκη ομαδικότητας με σκοπό την επιβίωση, καθώς ένα απομονωμένο κοινωνικό θηλαστικό είναι ένα μελλοθάνατο θηλαστικό. Όσο έξυπνος λοιπόν και αν θεωρείται κανείς, όση λειτουργικότητα και αν φαίνεται πως διαθέτει στην καθημερινότητά του ως αποτέλεσμα της σχετικής υπερπροσπάθειας του γνωστικού εγκεφάλου του, θα παραμένει κρίσιμα ανόητος εάν ο ψυχικός του εγκέφαλος επαγρυπνεί για τις λάθος-απειλές. Αυτός ο δεύτερος πόλος της αυτοαντίληψης εκπαιδεύτηκε μέσω της απλής ψυχικής εγγύτητας και της απλής επανάληψης.
Εκτός από την καλλιέργεια του απαιτούμενου θάρρους στο θεραπευόμενο για μια βουτιά στα αχαρτογράφητα για αυτόν νερά, ο αποτελεσματικός ψυχικός θεραπευτής καλείται ουσιαστικά να διαπραγματευτεί με την άυλη εσωτερική οικογένεια του πρώτου και να λάβει την άδεια της για την οποιαδήποτε παρέμβαση, αυτογνωσίας, συμπεριφορική ή ακόμη και φαρμακευτική.
Διατηρώντας λοιπόν κατά νου την παραπάνω δισδιάστατη θεώρηση, φιλοδοξώ να αναδείξω τους δεσμούς ανάμεσα στην Ψυχολογία και τη νευροβιολογία του εγκεφάλου και κατόπιν τους δεσμούς αυτού του ζευγαριού με την Κοινωνιολογία. Στα πρώτα δύο κεφάλαια θα σκιαγραφηθεί το «πώς» του ατόμου: στο πρώτο οι αρχές του τρόπου λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου απέναντι στις βιολογικές αναγκαιότητες, ενώ στο δεύτερο οι παράμετροι του ερωτήματος «γεννιόμαστε ή γινόμαστε». Στα επόμενα δύο κεφάλαια, θα παρουσιαστεί αναλυτικότερα ο ψυχικός εγκέφαλος: στο τρίτο οι αρχές που διέπουν τα «βασικά βιώματα», τα οποία είναι η απειλή και η ασφάλεια και στο τέταρτο ο τρόπος με τον οποίο μπορούν οι διαισθήσεις να επηρεάζουν υποσυνείδητα τη διαπροσωπική συμπεριφορά και το σχηματισμό σχέσεων με τους άλλους. Στο πέμπτο κεφάλαιο επιχειρείται μια σύνθεση των παραπάνω στο επίπεδο του ατόμου, μαζί με μια περιγραφή του φάσματος και των βασικών μηχανισμών της ψυχοπαθολογικής συμπτωματολογίας υπό την οπτική του δίπτυχου του γνωστικού και ψυχικού εγκεφάλου, συμπτωματολογίας που μπορεί να είναι κλινικού ενδιαφέροντος ή και όχι. Στο έκτο κεφάλαιο παρέχεται ένα σύντομο σχεδίασμα μεταφοράς όλων αυτών, ως βασικών ανθρωπολογικών σταθερών, στο πεδίο της κοινωνιολογίας. Τέλος, στο επίμετρο, σκιαγραφείται με απλούστερη γλώσσα η προσπάθεια αυτογνωσίας ή/και αναδόμησης του εαυτού, γνωστή και ως «ομιλητική ψυχική θεραπεία», όπως θα απέρρεε από την αναγνώριση της σημασίας που έχει το δίπτυχο ψυχικού και γνωστικού εγκεφάλου και οι συνδέσεις του με τη νευροβιολογια των πρωτευόντων και την οικογενειακή μάθηση, στην εμφάνιση των ψυχικών συμπτωμάτων.
Οι συνθετικές προσπάθειες παρουσίασης ιδεών όπως η παρούσα είναι απολύτως εξαρτώμενες από το φορέα τους. Σε αυτό συμφωνούν όλο και περισσότεροι φιλοσοφούντες περί την επιστήμη τους, χτίζοντας το οικοδόμημα ενός διαρκώς διογκούμενου σκεπτικισμού. Οι συγγραφείς δεν παύουν κάθε στιγμή να διαθέτουν εγκεφάλους μορφοποιημένους ώστε να απαντούν στις ανάγκες επιβίωσης εντός του αντιληπτικού μικρόκοσμού τους, όταν όλα τα δεδομένα δείχνουν πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί πέρα από κάθε τέτοια μικροκλίμακα. Δημιουργείται έτσι το εκ της φύσης του παράδοξο και ενδεχομένως ουτοπικής φύσης εγχείρημα των νευροεπιστημόνων, να χρησιμοποιήσουν ένα γραμμικό και περιορισμένης κλίμακας τρόπο σκέψης, στον οποίο τους έχει «καταδικάσει» η «γήινη» φύση τους, ώστε να κατανοήσουν τον πολυδιάστατο και ίσως χαοτικό μηχανισμό που υπόκειται αυτού του τρόπου σκέψης!
Αν και προς το παρόν παραμένει αναπάντητο το ερώτημα του γιατί η φύση να έχει επιλέξει να δημιουργήσει ένα τέτοιας εμβέλειας «υπερόργανο», όπως είναι ο εγκέφαλος, ώστε απλώς να απαντήσει σε καθημερινά ζητήματα επιβίωσης στον πλανήτη γη, πριν από την κάθε αξίωση επιστημονικής επάρκειας ή καθολικότητας του παρόντος σχεδιάσματος οφείλω να τονίσω ότι αυτό δεν αποτελεί παρά το συνειδητό προϊόν ενός συγκεκριμένου εγκεφάλου, με περιορισμούς ως προς τις δικές του διαισθητικές και ερμηνευτικές «προτιμήσεις» και «ευαισθησίες», αλλά και οπωσδήποτε και ως προς τα εγγενή επεξεργαστικά του όρια.
Ψυχικός ή γνωστικός εγκέφαλος; Συλλογικότητα ή ατομισμός; Παίκτης ή παρατηρητής; Αυτοματικότητα ή συνειδητότητα; Φύση ή περιβάλλον; DNA ή πολιτισμός; Πίστη ή γνώση; Συναίσθημα ή λογική; Πράξη ή θεωρία; Ποιο δίπολο, ανάμεσα στα παραπάνω, είναι αυτό που αν το αφαιρέσουμε ο άνθρωπος παύει να είναι αυτό που είναι; Και ποιο θα όφειλε να είναι το επιδιωκόμενο στα διάφορα επίπεδα της σύγχρονης -και συχνά σκληρής- αντιπαράθεσης; Η επιβίωση ή η αυταπάρνηση; Η ανθρωπολογική ή η κοινωνιολογική ανάλυση; Ο ατομοκεντρισμός ή ο κοινωνιοκεντρισμός; Αλλά και η φαρμακοθεραπεία ή η ψυχοθεραπεία; Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη πολύ περισσότερων εγκεφαλικών «διαστάσεων» από τις δύο του ψυχικού και του γνωστικού εγκεφάλου (ενώ ο αποκλεισμός περισσότερων διαστάσεων ίσως και να αντιβαίνει στα πολυδιάστατα και συνεχή συμπαντικά μοντέλα που σήμερα γνωρίζουμε), η ανθρωπολογική και κοινωνική εξέλιξη φαίνεται πως έχει τελικά διαμορφώσει δύο προέχοντες ψυχοκοινωνικούς αστερισμούς (Πίνακας 1): ο ένας είναι αυτός του κατά βάση υπαρξιστικού, γνωστικού, ορθολογικού, «αντρικού», ατομιστικού, μηχανιστικής φύσης εγκεφάλου που στο ατομικό επίπεδο επιζητά νόημα και στο κοινωνικό επίπεδο επιζητά αυτοπραγμάτωση και ελευθερία, ενώ ο άλλος είναι αυτός του κατά βάση ανθρωπιστικού, ψυχικού, συναισθηματικού, «γυναικείου», συλλογικού, διαπροσωπικής φύσης εγκεφάλου, που στο ατομικό επίπεδο επιζητά ασφάλεια και στο κοινωνικό επίπεδο επιζητά συγχώνευση και αλληλεγγύη.
Αν και αλληλοσυμπληρώνονται, ο ψυχικός και ο γνωστικός εγκέφαλος δεν φαίνονται πάντα να εναρμονίζονται, ενώ προφανώς δεν υπάρχει κάποια βιολογική αναγκαιότητα ανταγωνισμού ή αλληλοϋπονόμευσής τους. Αυτό σημαίνει ότι από αμιγώς βιολογικής άποψης δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι παραπάνω αναφερόμενοι αστερισμοί θα ήταν υποχρεωτικό να σχηματίζονται έτσι. Γιατί π.χ. να κρίνεται συχνά ως ανορθολογική προτεραιότητα η συλλογικότητα; Ή γιατί ο ατομισμός να θεωρείται περισσότερο αντρική υπόθεση; Η απάντηση ίσως είναι ότι καθώς δεν υπάρχει προκαθορισμένο πρόγραμμα, η νευροβιολογία βάζει απλώς τα πλαίσια, ενώ τα περιεχόμενα καθορίζονται από το περιβάλλον.
Η θεωρητική αξία σε μια προσέγγιση του πολύπλοκου εγκεφάλου μας υπό τη μορφή τέτοιων, αλληλοδιαπλεκόμενων διπόλων μπορεί να είναι σημαντική, πάντα στο βαθμό που βοηθά στην κατανόηση και αποκωδικοποίησή του. Tο δίπολο μεταξύ γνωστικών και ψυχικών λειτουργιών, στο οποίο και δίνεται η έμφαση, διατηρεί μια ξεκάθαρη βιολογική βάση και ως εκ τούτου, ίσως να διατηρεί μια οντολογική προτεραιότητα έναντι των υπολοίπων.